Posts Tagged ‘γεννήσεις’

Δημογραφικό πρόβλημα: Μείωση του πληθυσμού και δημογραφική πολιτική

11 Ιουνίου 2023

Δημογραφικό πρόβλημα: Μείωση του πληθυσμού και δημογραφική πολιτική

Σάββας Γ. Ρομπόλης – Βασίλειος Μπέτσης

Ο πληθυσμός της Ελλάδας προβλέπεται σύμφωνα με τις νέες δημογραφικές προβολές ότι θα έχει την τρίτη μεγαλύτερη μείωση από όλες τις χώρες της ΕΕ

Η πρόσφατη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων (Απρίλιος 2023) των νέων δημογραφικών προβολών της Eurostat (Europop 2023) παρουσιάζουν μια μελλοντική επιδείνωση της δημογραφικής προοπτικής της χώρας μας. Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός της χώρας μας προβλέπεται σύμφωνα με τις νέες δημογραφικές προβολές ότι θα έχει την τρίτη μεγαλύτερη μείωση (30,4%, Διάγραμμα 1) από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1η η Λετονία και 2η η Λιθουανία).

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat του 2023, ο πληθυσμός της χώρας μας αναμένεται να μειωθεί από τα 10,46 εκατ. άτομα το 2022 στα 7,8 εκατ. άτομα το 2070, εκτίμηση η οποία είναι κατά 800.000 άτομα μειωμένη σε σχέση με τις αντίστοιχες δημογραφικές προβολές που είχε εκπονήσει η Eurostat πριν 4 χρόνια το 2019 (Europop2019) (Διάγραμμα 2).

Δημογραφικό: Βαθιές οικονομικές συνέπειες προκαλεί η κατάρρευση της παγκόσμιας γονιμότητας

Η δυσμενής αυτή εξέλιξη αναβαθμίζει, κατά αντικειμενικό τρόπο, τόσο τη γεωπολιτική διάσταση των δημογραφικών εξελίξεων στην Ελλάδα, όσο και την αναγκαιότητα του άμεσου σχεδιασμού και υλοποίησης μίας ολοκληρωμένης και συστηματικής μακροχρόνιας δημογραφικής πολιτικής. Κεντρικός και αναμενόμενος μετρήσιμος στόχος της δημογραφικής πολιτικής επιβάλλεται να είναι η πρόδρομη επιλογή της αποτροπής της μείωσης του πληθυσμού και στην συνέχεια της αύξησης του πληθυσμού. 

Το προσδόκιμο ζωής, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 3, δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη μεταβολή μεταξύ των δύο δημογραφικών προβολών (Europop 2019 & Europop 2023). Το ίδιο συμβαίνει και με το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών, αφού και στις προβολές του 2019 όπως και σε αυτές του 2023, το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών αυξάνεται από τα 18,7 έτη το 2022 στα 23,9 έτη το 2070. Δηλαδή, ένας ασφαλισμένος που συνταξιοδοτείται το 2023, θα λάβει κατά μέσο όρο 5,2 χρόνια λιγότερα σύνταξη από έναν ασφαλισμένο που θα συνταξιοδοτηθεί το 2070. 

Προκειμένου να μην συμβεί αυτό και ο χρόνος της συνταξιοδότησης να παραμείνει σταθερός, σύμφωνα με το πρώτο Μνημόνιο (διάταξη που διατήρησαν και οι Ν. 4386/2016 και Ν. 4670/2020), το όριο ηλικίας της θεσμοθετημένης συνταξιοδότησης θα αυξηθεί κατά 5 έτη από τα 67 έτη στα 72 έτη. Η κυριότερη αιτία της μείωσης του πληθυσμού είναι η μεγάλη μείωση που έχει λάβει υπόψη της η Eurostat στις υποθέσεις εργασίας του 2023 αναφορικά με την μετανάστευση, σε σχέση με τις υποθέσεις εργασίας που είχαν χρησιμοποιηθεί για την μελλοντική πορεία της μετανάστευσης στις προβολές του 2019, οι οποίες ήταν πολύ πιο ευνοϊκές. Ο λόγος ήταν επειδή τα τέσσερα τελευταία έτη από το 2019 έχει παρατηρηθεί πολύ μικρό θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο σε σχέση με αυτό που προέβλεπε η Eurostat και ειδικότερα το έτος 2022 παρατηρήθηκε σημαντικά αρνητικό ισοζύγιο μετανάστευσης κατά 22.000 άτομα (57.000 εισερχόμενη μετανάστευση και 79.000 εξερχόμενη).

Η μετανάστευση, πράγματι, είναι ο σημαντικότερος λόγος μείωσης του πληθυσμού, αφού σε αντίθεση με την μείωση που παρατηρείται σε αυτή, η γεννητικότητα παρουσιάζεται βελτιωμένη στις δημογραφικές προβολές του 2023 σε σύγκριση με αυτές του 2019 (Διάγραμμα 4). Ειδικότερα, ο ολικός δείκτης γονιμότητας από τα 1,33 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία το 2019 παρουσίασε σημαντική αύξηση στα 1,43 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία το έτος 2021. Στις προβολές του έτους 2019 προβλέπονταν ότι αυτή η τιμή του δείκτη ολικής γονιμότητας θα επέλθει το έτος 2040 όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 4. 

Όμως, παρά την σημαντική αύξηση του δείκτη γονιμότητας η Eurostat στις προβολές του 2023, προβλέπει ότι ο πληθυσμός θα μειωθεί κατά 30,4%. Αυτό οφείλεται κυρίως:

α) στο γεγονός ότι στις υποθέσεις εργασίας η Eurostat θεωρεί ότι και πάλι σε βάθος χρόνου, μέχρι το 2070, ο δείκτης ολικής γονιμότητας δεν θα ξεπεράσει την τιμή των 1,55 παιδιών ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία. Την υπόθεση αυτή εργασίας οφείλουμε ως χώρα να διαψεύσουμε διαμέσου της εφαρμογής μιας έγκαιρα σχεδιασμένης και αποτελεσματικά εφαρμοσμένης δημογραφικής πολιτικής,

β) στην αλλαγή της δομής του πληθυσμού που προκάλεσε η μεγάλη μείωση της γεννητικότητας τις δεκαετίες 1990 – 2000 και 2010 – 2020, με αποτέλεσμα ακόμη και με βελτίωση του δείκτη ολικής γονιμότητας ο πληθυσμός της χώρας να παρουσιάζει μείωση 30% μέχρι το 2070 και γ) στον σημαντικό ρόλο που έχει η μετανάστευση.

Παράλληλα, ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων παρουσιάζεται σχεδόν σταθερός σε βάθος χρόνου αφού από 35,6% το 2021 θα αυξηθεί στο 60,6% σύμφωνα με τις πρόσφατες προβολές του 2023 (Διάγραμμα 5), ενώ με τις προβολές του 2019 προβλέπονταν να αυξηθεί στο 59,9% (ο συγκεκριμένος δείκτης είναι ο λόγος του πληθυσμού των ατόμων ηλικία 65 και άνω προς τον πληθυσμό ατόμων ηλικίας 15-64).

Ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων χρησιμοποιείται από διεθνείς οργανισμούς, διάφορους οίκους συμβούλων ως ο βασικός λόγος για τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη αλλά και στην χώρα μας. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται ως ένας δείκτης γήρανσης του πληθυσμού, και ως ένδειξη μη μακροχρόνιας βιωσιμότητας των δημόσιων αναδιανεμητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, με την έννοια ότι θα επιβαρύνουν στο μέλλον τους κρατικούς προϋπολογισμούς και τα δημόσια οικονομικά των κρατών προς όφελος της ιδιωτικοποίησης αυτών και των αγορών ( χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών). 

Κατά συνέπεια, στην προοπτική των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων στην Ελλάδα, οι οποίες συμπυκνώνονται στην σταδιακή μείωση του πληθυσμού, επιβάλλεται να κατανοηθεί σε βάθος από τους φορείς σχεδιασμού και άσκησης των δημόσιων πολιτικών ότι το δημογραφικό πρόβλημα στην χώρα μας, στο παρόν και το μέλλον, καθίσταται όχι μόνο πληθυσμιακά αλλά και γεωπολιτικά-γεωοικονομικά σημαντικό. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι ο σχεδιασμός, η υλοποίηση και η ανά πενταετία αξιολόγηση του στόχου-αποτελέσματος, μίας δέσμης οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών στην χώρα μας απαιτείται, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει την:

α) Γεωγραφική-Περιφερειακή κατανομή της παραγωγικής και κοινωνικο-οικονομικής δραστηριότητας,

β) Ασφάλεια στην εργασία και τους μισθούς με την θεσμική ελαχιστοποίηση των ευέλικτων και επισφαλών θέσεων απασχόλησης και την θεσμική αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, γ) Δυνατότητα στέγασης των νέων νοικοκυριών με κεντρικά και περιφερειακά προγράμματα κοινωνικής κατοικίας,

δ) Ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νέων νοικοκυριών με οικονομική υποστήριξη κατά την γέννηση (αυξημένη, ιδιαίτερα, για το δεύτερο και το τρίτο παιδί,

ε) Περιφερειακή σύσταση και ενίσχυση των κοινωνικών υποδομών (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολεία ημερήσιας λειτουργίας) καθώς και των δημόσιων σχηματισμών και υπηρεσιών υγείας,

στ) Θεσμοθέτηση της τρίτεκνης οικογένειας ως πολύτεκνης και θέσπιση φορολογικών ελαφρύνσεων και απαλλαγών, ζ) Δυνατότητα στις γυναίκες που έχουν αποκτήσει τρίτο παιδί να συνταξιοδοτούνται πέντε έτη νωρίτερα.

Σάββας Γ. Ρομπόλης, Ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

Βασίλειος Γ. Μπέτσης, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος (11.06.2023)


Δημογραφικό: Υπό… εξαφάνιση οι μαθητές της Α’ Δημοτικού – Που οδηγεί η μείωσή τους

18 Ιουνίου 2022

Αγγελική Μαρίνου

Οι δημογραφικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας καταγράφονται πλέον και στα μεγέθη του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος. H μείωση των γεννήσεων ήδη έχει επηρεάσει τον αριθμό μαθητών στο δημοτικό σχολείο, ο οποίος μειώνεται κάθε έτος από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά δεδομένα, ο αριθμός των μαθητών της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου σημείωσε πτώση κατά 16,5% την πενταετία 2014-2019.

Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των παιδιών που πήγαν Α’ δημοτικού το σχολικό έτος 2019-2020 υποχώρησε σε 95.700 (από 100.000 το 2018-2019 και 114.600 το 2014-2015), καταγράφοντας πτώση κατά 16,5% σε μια πενταετία.

Οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ακόμη ποιο δυσοίωνες: μέχρι το 2100, ο αριθμός των μαθητών των πρώτων δυο βαθμίδων εκπαίδευσης αναμένεται να μειωθεί κατά 32,1% (413.000 λιγότεροι μαθητές).

Χαμηλός ο αριθμός μαθητών ανά εκπαιδευτικό

Στην εξέλιξη αυτή έρχεται να προστεθεί και μια ακόμη αρνητική πρωτιά για την χώρα μας: η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο αριθμό μαθητών ανά διδάσκοντα στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ στις περισσότερες βαθμίδες εκπαίδευσης, ενώ χαμηλότερος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι ο δείκτης ακόμα και στις πιο πυκνοκατοικημένες διοικητικές περιφέρειες της χώρας. Και όλο αυτό συμβαίνει, χωρίς να «μεταφράζεται» σε καλές μαθησιακές επιδόσεις σε διεθνείς μετρήσεις όπως το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ.

Αναλυτικότερα, η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο αριθμό μαθητών ανά εκπαιδευτικό σε όλες τις βαθμίδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εξαίρεση το γενικό λύκειο.

  • Ειδικότερα, ο αριθμός μαθητών ανά διδάσκοντα στο δημοτικό σχολείο στην Ελλάδα περιορίζεται σε μόλις 8,7 μαθητές, έναντι 13,1 κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 14,5 στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ.
  • Στο γυμνάσιο, σε κάθε διδάσκοντα αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 7,9 μαθητές στην Ελλάδα, έναντι 10,9 στην ΕΕ και 13,1 στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ.
  • Μικρότερη είναι η διαφορά στο γενικό λύκειο, όπου η τιμή του δείκτη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10,8 μαθητές ανά διδάσκοντα, έναντι 11,9 μαθητές κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 13,0 μαθητές στον ΟΟΣΑ.
  • Μεγάλη είναι η απόσταση σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ΕΕ του ΟΟΣΑ και στο επαγγελματικό λύκειο, όπου η Ελλάδα έχει 7,9 μαθητές ανά διδάσκοντα, έναντι 12,4 μαθητές κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 13,4 μαθητές στον ΟΟΣΑ.

Πηγή: Insider.gr (18.06.2022)

ΑΣΠΕ – Παγκόσμια Ημέρα Οικογένειας 15 Μαΐου 2020

15 Μαΐου 2020

ΔΕΛΤΙΟ  ΤΥΠΟΥ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ 15 ΜΑΙΟΥ 2020: ΧΩΡΙΣ ΠΥΞΙΔΑ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΧΕΙΜΩΝΑ, ΚΑΜΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΥΣ

 

Η φετινή Παγκόσμια Ημέρα της οικογένειας βρίσκει την Ελλάδα στην 2η χειρότερη θέση στην Ευρώπη, σχετικά με τη φορολογική επιβάρυνση της μέσης Ελληνικής οικογένειας, μισθωτών με παιδιά και με τη δημογραφική της κατάρρευση σε πλήρη εξέλιξη.

Εκτός από το επίδομα γέννας των 2.000 ευρώ και τη φοροαπαλλαγή των 1.000 ευρώ για κάθε παιδί που ισχύουν από φέτος, μέτρα αναγκαία που θεσμοθέτησε η Κυβέρνηση, αλλά όχι ικανά να ανατρέψουν την κατάσταση, η παραγωγή δημογραφικής πολιτικής στην Ελλάδα μοιάζει να έχει στερέψει.

Η Ελλάδα παραμένει στη μειονότητα των χωρών της Ε.Ε. χωρίς Υπουργό ή Υφυπουργό Οικογένειας, την ίδια στιγμή που η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την πολύτεκνη μητέρα επτά (7) παιδιών Ούρσουλα φον ντερ Λέϊεν απέκτησε Επίτροπο Δημογραφίας. Κεντρική κατεύθυνση για δημογραφική πολιτική δεν φαίνεται να υπάρχει, ενώ τα μέτρα στήριξης των πολυτέκνων έχουν μείνει στις καλές προθέσεις.

Άτολμα τα νομοσχέδια στη στήριξη της οικογένειας, καμία ανάσα για τους πολύτεκνους. Πρόσφατο παράδειγμα το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας που έρχεται στη Βουλή, και «ξεχνά» να επαναφέρει τις μετεγγραφές των παιδιών των πολυτέκνων χωρίς κριτήρια, όπως ίσχυαν για 30 χρόνια χωρίς το καθεστώς αυτό να δημιουργήσει κανένα απολύτως πρόβλημα. Μέτρο χωρίς κανένα δημοσιονομικό κόστος, που μόνο οφέλη μπορεί να έχει.

Οι πολύτεκνοι αναμένουν ακόμη την παρέμβαση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την αλλαγή του αποτυχημένου σχήματος των συμπράξεων για την διανομή των προϊόντων του ΤΕΒΑ (για τους οικονομικά ασθενείς) και τα λανθασμένα εισοδηματικά κριτήρια για τους πολυτέκνους, για να αρχίσουν να λαμβάνουν και πάλι τρόφιμα που τους στέρησαν τα πειράματα των συμπράξεων.

Οι πολύτεκνοι περιμένουν ακόμη να επιβληθεί σε όλο το Δημόσιο, χωρίς καμία εξαίρεση, η πρόβλεψη για ειδική κατηγορία πολυτέκνων σε κάθε είδους προσλήψεις (μια που δεν τηρείται σε πολλές περιπτώσεις) και την επαναφορά του 20% στις προσλήψεις στο Δημόσιο για τους πολυτέκνους και τα τέκνα τους όπως ίσχυε προ της μειώσεως στο 15% που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ με το Ν. 4440/2016.

Οι πολύτεκνοι περιμένουν την καθιέρωση των ορίων φτώχειας της ΕΛΣΤΑΤ ως αφορολόγητου ποσού για όλους, ως το πιο δίκαιο και αντικειμενικό μέτρο φορολόγησης.

Οι πολύτεκνοι περιμένουν ακόμη την άνευ εισοδηματικών κριτηρίων ένταξή τους στο Πρόγραμμα Κοινωνικού Τουρισμού, σε ετήσια βάση και γενικότερα την απαλλαγή τους από τεκμήρια πολυτελείας (φορολογία Ι.Χ. οχημάτων, τετραγωνικά κατοικίας κ.α.).

Οι πολύτεκνοι περιμένουν ακόμη την επαναφορά του επιδόματος πολυτέκνων-τριτέκνων, σε όποιο ύψος αντέχει ο κρατικός προϋπολογισμός, ως ελάχιστη ανταπόδοση της πολιτείας στην τεράστια κοινωνική τους συνεισφορά, αλλά και στην οικονομική τους συμβολή, μέσω του ΦΠΑ που καταβάλλουν στις καταναλωτικές τους δαπάνες, στην ανάπτυξη του τόπου.

Οι πολύτεκνοι περιμένουν… Για πόσο ακόμη;

Από το Γραφείο Τύπου της ΑΣΠΕ

Eurostat: Στις τελευταίες θέσεις στον δείκτη γονιμότητας η Ελλάδα

12 Μαρτίου 2019

Σε μια από τις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά τον δείκτη γονιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται η Ελλάδα, ενώ οι Ελληνίδες τεκνοποιούν σε αρκετά μεγάλη ηλικία, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η Eurostat, για το 2017.

Ειδικότερα, ο λεγόμενος δείκτης γονιμότητας ήταν το 2017 στην Ελλάδα 1,35 (με 42.267 γεννήσεις) έναντι 1,38 το 2016. Στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 1,59 σε σχέση με 1,60 το προηγούμενο έτος.

Το 2017 οι υψηλότερος δείκτης καταγράφηκε στη Γαλλία (1,90) και έπειτα στη Σουηδία (1,78) ενώ ο χαμηλότερος ήταν στη Μάλτα (1,26), στην Ισπανία (1,31), στην Ιταλία και την Κύπρο (1,32), στην Ελλάδα (1,35), την Πορτογαλία (1,38) και το Λουξεμβούργο (1,39).

Σε ό,τι αφορά τη μέση ηλικία στην οποία μία γυναίκα αποκτά παιδί για πρώτη φορά, στην Ελλάδα είναι τα 30,4 χρόνια, ενώ πάνω από 30 είναι και στην Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία. Το μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων σε ηλικία μικρότερη των 20 ετών καταγράφεται στη Ρουμανία με 13,9% και στη Βουλγαρία με 13,8%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στα 29,1 χρόνια.

Στην ΕΕ, το 81,5% των γεννήσεων αφορούσαν το πρώτο ή δεύτερο παιδί, ενώ οι γεννήσεις τρίτου παιδιού αντιπροσώπευαν το 12,5% του συνόλου. Τέταρτο ή περισσότερα παιδιά αντιστοιχούσαν στο 6,0%, το 2017. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μητέρων που γέννησαν τέταρτο ή περισσότερα παιδιά τους καταγράφηκε στη Φινλανδία (10,3%), ακολουθούμενη από την Ιρλανδία (9,0%), το Ηνωμένο Βασίλειο (8,8%), τη Σλοβακία (8,1%) και το Βέλγιο (8,0%).

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Μέσω Καθημερινής 12/03/2019)

Όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, γεννούν οι Ελληνίδες

5 Μαρτίου 2019

Η ατεκνία μεταξύ των Ελληνίδων δεν φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή αλλά μάλλον το αποτέλεσμα καταστάσεων και συνθηκών που επιβάλλονται από το ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, γεννούν οι Ελληνίδες όπως αποτυπώνεται στο πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό που συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής.

Η ανάλυση της γονιμότητας των γενεών δείχνει ότι η ατεκνία μεταξύ των Ελληνίδων δεν φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή, όπως συμβαίνει σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπως π.χ. η Γερμανία ή η Ιαπωνία. Αντίθετα, είναι μάλλον το αποτέλεσμα καταστάσεων και συνθηκών που επιβάλλονται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και οικονομικό περιβάλλον που δυσκολεύει την απόφαση για τεκνοποίηση.

Η πρόσφατη οικονομική κρίση επιδείνωσε έτι περαιτέρω το περιβάλλον αυτό.

Ταυτόχρονα η συνεχής αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία θα συμβάλλει και αυτή στην αύξηση του ποσοστού της ατεκνίας.

Στοιχεία της Eurostat για τη μέση ηλικία στην γέννηση, δείχνουν ότι ενώ στην Ελλάδα μια γυναίκα γεννούσε το 1960, κατά μέσο όρο στα 28,7 έτη της ηλικίας της, το 2015 γεννούσε στα 31,3 έτη.

Την ίδια ώρα νέες προσεγγίσεις για τη διαμόρφωση της δημογραφικής πολιτικής στα χρόνια που έρχονται απαιτούν τα νέα οικογενειακά πρότυπα. Ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών έχει αυξηθεί, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης των διαζυγίων και, δευτερευόντως, λόγω της αύξησης των εκτός γάμου γεννήσεων. Το φαινόμενο αφορά κυρίως τις γυναίκες. Ο αριθμός αυτών που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους είναι πενταπλάσιος του αριθμού των πατέρων. Οι εκτός γάμου γεννήσεις αν και παραμένουν σε ένα χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδο, έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί ως απόλυτο μέγεθος τα τελευταία 25 χρόνια. Έτσι ενώ το ποσοστό των εκτός γάμου γεννήσεων ήταν 2% το 1990, το 2017 εγγίζει το 9%.

Ταυτόχρονα το μέσο μέγεθος της οικογένειας μειώνεται, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των οικογενειών χωρίς παιδιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, οι συζυγικές οικογένειες είχαν στην πλειονότητά τους δύο παιδιά. Το 2011, άνω του 65% των ζευγαριών (παντρεμένων και συμβιούντων) έχουν το πολύ ένα παιδί, το 27% έχουν δύο παιδιά και μόλις το 7% έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά. Το 37% των παντρεμένων ζευγαριών και το 85% των ζευγαριών που συμβιώνουν, χωρίς να έχουν παντρευτεί, δεν έχουν παιδιά.

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ 5/3/2019

Η Ελληνική Οικογένεια και το Δημογραφικό Πρόβλημα

31 Ιανουαρίου 2019

 Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές οικογένειες κάνουν λιγότερα παιδιά, και τα κάνουν πιο αργά. Ποια είναι τα αίτια του φαινομένου και ποιες οι συνέπειες; Πώς μπορεί να σχεδιαστεί μια νέα οικογενειακή πολιτική για την Ελλάδα;

Από το 2011 και μετά, για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν στοιχεία, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται. Σύμφωνα με τις προβολές πρόσφατης έρευνας της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα). Οι σημαντικές προκλήσεις που προκύπτουν από αυτό το φαινόμενο είναι πολυάριθμες και η διαΝΕΟσις έχει ήδη αρχίσει να τις επισημαίνει στον δημόσιο διάλογο. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας, αποφασίσαμε να επικεντρώσουμε σε έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν το δημογραφικό πρόβλημα: Τη γονιμότητα.

Ομάδα ερευνητών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), με συντονιστή και επιστημονικό υπεύθυνο τον Διευθυντή Ερευνών του ΕΚΚΕ Διονύση Μπαλούρδο, μελέτησαν για λογαριασμό της διαΝΕΟσις τα διαθέσιμα δεδομένα για τη γονιμότητα στην Ελλάδα, κατέγραψαν την κατάσταση και στον υπόλοιπο κόσμο, ανέλυσαν τα αίτια των φαινομένων που επικρατούν και τις οικογενειακές πολιτικές που ακολουθούν χώρες που κατόρθωσαν να τα διαχειριστούν καλύτερα από άλλες, και κατέληξαν σε μια μελέτη η οποία, εκτός από τη χαρτογράφηση του προβλήματος, περιγράφει και προτάσεις πολιτικής για την αντιμετώπισή του.

Παρακάτω θα δούμε μερικά από τα βασικά στοιχεία του θέματος της χαμηλής γονιμότητας στην Ελλάδα και αλλού, την εικόνα της σημερινής κατάστασης καθώς και τρόπους αντιμετώπισής του.

1. Σήμερα οι οικογένειες γίνονται μικρότερες. Οι μονομελείς και οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται. Λίγα ζευγάρια συμβιώνουν και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά, από ό,τι στο παρελθόν. Η μέση ηλικία των γυναικών όταν αποκτούν το πρώτο τους παιδί αυξάνεται, ενώ αυξάνεται και η μέση ηλικία του πρώτου γάμου, μειώνονται οι γάμοι και αυξάνονται τα διαζύγια.

Μέσα στην κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού και στο να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η αναζήτηση και η αξιοποίηση των ευκαιριών απασχόλησης και για τα δύο φύλα δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη επαρκών παροχών, καθώς και δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας.

Το αποτέλεσμα;

Οι Ελληνίδες κάνουν πολύ λίγα παιδιά.

Το φαινόμενο της πολύ χαμηλής γονιμότητας φυσικά δεν είναι καινούριο, ούτε μόνο ελληνικό. Από τη δεκαετία του ’90 κιόλας σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε μια σημαντική πτώση στα ποσοστά γονιμότητας. Σχεδόν παντού οι γυναίκες άρχισαν να αναβάλλουν για αργότερα τις γεννήσεις των παιδιών τους, με αποτέλεσμα η γονιμότητα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περίοδο 1998-1999 να πέσει στα 1,44 παιδιά ανά γυναίκα -και σε κάποιες χώρες ακόμα και κάτω από το επονομαζόμενο «όριο ακραία χαμηλής γονιμότητας», που είναι τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία καμία χώρα της Ε.Ε. δεν είχε γονιμότητα πάνω από 2 παιδιά ανά γυναίκα. Αυτό ίσχυε ακόμα και σε χώρες όπως η Ιρλανδία, όπου μόλις την προηγούμενη δεκαετία η γονιμότητα ξεπερνούσε τα 2,5 παιδιά ανά γυναίκα.

Καθώς οι συνθήκες ζωής σε αυτές τις κοινωνίες άλλαζαν, μεταβάλλονταν και οι κοινωνικές δομές τους. Η ηλικία αποχώρησης των παιδιών από το πατρικό σπίτι ολοένα μετατοπιζόταν. Τα παιδιά σπούδαζαν για περισσότερα χρόνια. Το πώς και το πότε τα ζευγάρια αποφάσιζαν να συζήσουν, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, άλλαζε επίσης. Το ίδιο και ο αριθμός των παιδιών που αποφάσιζαν να κάνουν. Το μοντέλο των οικογενειών με δύο εργαζομένους και διπλά εισοδήματα επίσης άλλαξε τις οικονομικές δυνατότητες των ζευγαριών και βοήθησε στη χειραφέτηση των γυναικών με πολλές ευεργετικές συνέπειες στις προηγμένες οικονομίες.

Τα φαινόμενα αυτά όμως δεν επηρέασαν όλα τη γονιμότητα στους ευρωπαϊκούς λαούς με τους τρόπους που πολλοί νομίζουν. Για παράδειγμα, η εντύπωση πως όταν η οικονομική κατάσταση είναι κακή η γονιμότητα μειώνεται και το αντίστροφο, δεν ισχύει ακριβώς. Η πρόσφατη έχει αποδείξει πως ακόμα και όταν οι οικονομίες ευημερούν, είναι πιθανό η γονιμότητα να πέφτει. Αν είναι κάτι που γίνεται σαφές από την εξονυχιστική ανάλυση του φαινομένου στην έρευνα της διαΝΕΟσις, είναι το ότι το θέμα της γονιμότητας (αλλά και το δημογραφικό εν γένει) είναι ένα θέμα εξαιρετικά πολύπλοκο. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το θέμα του γάμου. Πλέον στις οικονομικά πιο ευκατάστατες χώρες της Ευρώπης λιγότερο από το 25% των γυναικών ηλικίας 26 ετών είναι παντρεμένες -το 1990 το ποσοστό ήταν 50%. Παρ’ όλα αυτά αυτό το φαινόμενο επηρέασε ελάχιστα τη γονιμότητα. Σε κάποιες χώρες όπως η Γαλλία, μάλιστα, η μείωση των γάμων δεν την επηρέασε καθόλου -απλά αυξήθηκαν οι εκτός γάμου γεννήσεις. Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, αλλά σε 11 άλλες χώρες οι γεννήσεις εκτός γάμου είναι περισσότερες από τις γεννήσεις εντός (στην Ισλανδία 7 στις 10 γεννήσεις είναι εκτός γάμου).

Είναι αλήθεια πως αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τρόπο ζωής των πολιτών σε ολόκληρη την ήπειρό μας είναι πολλές και πολύ μεγάλες. Πλέον 1 στα 3 νοικοκυριά στην Ε.Ε. είναι ενήλικες που ζουν μόνοι τους. Το 20% των ανδρών ηλικίας άνω των 55 που έχουν χωρίσει στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει η έρευνα, «επενδύουν σε επόμενο κύκλο γάμου και αποκτούν και παιδί». Το 2008 ένα 58,4% των Ελλήνων ηλικίας 18-34 ζούσε με τους γονείς του. Το 2017 το ποσοστό είχε εκτοξευτεί στο 66,7%. Κι αυτό εξηγείται μόνο εν μέρει από την οικονομική κρίση και την ανεργία: σήμερα οι μισοί Έλληνες νέοι που έχουν πλήρη απασχόληση ζουν με τους γονείς τους.

Η Οικονομική Διάσταση Των Δημογραφικών Εξελίξεων

Το φαινόμενο που συνθέτουν αυτές οι σημαντικές αλλαγές στην παγκόσμια διάστασή του έχει χαρακτηριστεί από τους επιστήμονες ως»δεύτερη δημογραφική μετάβαση» και συνδέεται με όλες τις σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές, τεχνολογικές και πολιτισμικές αλλαγές που έχουν συμβεί στον κόσμο μας τις τελευταίες δεκαετίες.

Με αυτές τις αλλαγές δεδομένες -και μη αναστρέψιμες-, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι στη «δεύτερη δημογραφική μετάβαση» και οι κυμάνσεις της γονιμότητας κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών (το «2,1 παιδιά ανά γυναίκα», δηλαδή) πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Η έρευνα καταγράφει αναλυτικά τους μηχανισμούς με τους οποίους, σύμφωνα με τις σύγχρονες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, αυτές οι κοινωνικές αλλαγές επηρεάζουν τον δείκτη γονιμότητας στις σύγχρονες κοινωνίες.

Στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5, ένα κρίσιμο όριο. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, «καμία κοινωνία που έχει πέσει κάτω από αυτό το επίπεδο μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει ξανά πάνω από αυτό». Οι ίδιες κοινωνικές αλλαγές που είχαν τα ίδια αποτελέσματα και στις άλλες κοινωνίες, και επιπλέον και η μεγάλη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, επηρέασαν δραματικά τις γεννήσεις στη χώρα μας. Πλέον τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο, για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία. Πια μόνο στην Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν.

Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων πλέον φτάνει τα 44 έτη (από 39 το 2000 και 30 το 1960). To 1999 o δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας έφτασε στο ναδίρ του 1,23, κάτω δηλαδή από το όριο της «ακραία χαμηλής γονιμότητας». Έκτοτε υπήρξε μια μικρή αύξηση (το επονομαζόμενο «rebound» ή «catching-up effect» που συνήθως ακολουθεί μεγάλες πτώσεις της γονιμότητας) αλλά ο δείκτης παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 2016 ήταν στο 1,38.

Πλέον οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη. Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.

Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965, όμως, το ποσοστό ήταν 16,3%. Είπαμε, όμως, ότι το θέμα της γονιμότητας δεν είναι τόσο απλό. Στην Αγγλία και την Αυστρία, για παράδειγμα, το ποσοστό των γυναικών που δεν κάνουν κανένα παιδί είναι υψηλότερο από της Ελλάδας: περίπου 20% και στις δύο χώρες. Ο δείκτης γονιμότητας στις δύο χώρες όμως είναι πολύ διαφορετικός: 1,8 στην Αγγλία, και 1,53 στην Αυστρία. Ο λόγος είναι το μέγεθος των οικογενειών -στην Αγγλία είναι πολύ περισσότερες οι οικογένειες που έχουν τρία παιδιά, ενώ στην Αυστρία είναι πιο κοινές οι οικογένειες που έχουν ένα. Και οι δύο χώρες, πάντως, είναι σε καλύτερα επίπεδα από την Ελλάδα.

Είναι αυτή η κατάσταση μη-αναστρέψιμη; Όχι απαραίτητα. Αν και η «δεύτερη δημογραφική μετάβαση» προβλέπει χαμηλή γονιμότητα για χώρες σαν τη δική μας, παρ’ όλα αυτά κάποιες τα πάνε πολύ καλύτερα από άλλες. Η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι Σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν πολύ υγιέστερους δείκτες γονιμότητας και, παρ’ όλο που καμία δεν φτάνει το «2,1 παιδιά ανά γυναίκα», μερικές το προσεγγίζουν, και έτσι κοιτάζουν το δημογραφικό μέλλον τους με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Η δική μας χώρα πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσει το παράδειγμά τους.

Βεβαίως, ο πληθυσμός μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από τη γονιμότητα. Για παράδειγμα, πολλές προηγμένες χώρες προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της χαμηλής γονιμότητας ενθαρρύνοντας τη μετανάστευση ή και προσελκύοντας μετανάστες ενεργητικά. Αλλά σχεδόν όλες οι χώρες υλοποιούν και προγράμματα πολιτικής για να σταθεροποιήσουν ή και να αυξήσουν τον δείκτη γονιμότητας. Οι ερευνητές μελέτησαν κάποια από αυτά τα προγράμματα, και σχεδίασαν και μια σειρά από πολιτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στη δική μας χώρα, ώστε να αυξηθεί σημαντικά ο δείκτης γονιμότητας στο κοντινό μέλλον.

2.  Όπως αναλύεται διεξοδικά στην έρευνα, οι πολιτικές για τη γονιμότητα και τη στήριξη της οικογένειας κατά κανόνα ταξινομούνται σε τρεις άξονες:

1) Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών

2) Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.

3) Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή.

Στις επιτυχημένες περιπτώσεις οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται στην κάθε κοινωνία και δεν προσπαθούν να τις αντιστρέψουν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς μέρος του δημόσιου διαλόγου για το θέμα της γονιμότητας διεθνώς τείνει να δίνει έμφαση στην επιστροφή παρωχημένων οικογενειακών και κοινωνικών προτύπων, μια επιστροφή που για τις σύγχρονες κοινωνίες εκτός από ανεπιθύμητη είναι πιθανότατα και ανέφικτη.

Στη Σουηδία, για παράδειγμα, «η οικογενειακή πολιτική ποτέ δεν έχει κατευθυνθεί στοχευμένα στην ενθάρρυνση της τεκνοποίησης», γράφουν οι ερευνητές, «αλλά αντίθετα αποσκοπεί στην ενίσχυση της πρόσβασης των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην προώθηση της ισότητας των φύλων». Το σύστημα εκεί -εδώ και δεκαετίες μάλιστα- δεν προσπαθεί να ενθαρρύνει τις οικογένειες να κάνουν παιδιά per se, αλλά προσπαθεί αντίθετα να τους προσφέρει την σωστά σχεδιασμένη στήριξη και πρόσβαση σε υποδομές ώστε να έχουν οι γονείς την ευχέρεια να επιλέξουν πότε θα κάνουν παιδιά, και πόσα. Σε όλες τις Σκανδιναβικές χώρες θεωρείται αυτονόητο ότι και οι δύο γονείς εργάζονται και αναλαμβάνουν τη φροντίδα των παιδιών τους από κοινού, ενώ όλα τα παιδιά δικαιούνται υψηλής ποιότητας φροντίδα και εκπαίδευση από πολύ πρώιμη ηλικία. Στη Σουηδία, μάλιστα, υπάρχει αμειβόμενη γονική άδεια για τους πατέρες από το 1974. Αυτή η προσέγγιση έχει αποτέλεσμα: ο δείκτης γονιμότητας το 2016 στη χώρα ήταν 1,85 παιδιά ανά γυναίκα.

Ένα άλλο παράδειγμα από τη Γαλλία είναι το εξαιρετικά επιτυχημένο μέτρο της χορήγησης ευέλικτης άδειας για τους γονείς (μητέρα ή/και πατέρα), η οποία μπορεί να είναι από μερικής απασχόλησης για μικρό διάστημα μέχρι και πλήρης τριετής άδεια, με τον εργοδότη να μην πληρώνει τίποτε, και το κράτος να χορηγεί ένα επίδομα (35% του κατώτατου μισθού γι’ αυτούς που επιλέγουν τριετή άδεια -περίπου 350 ευρώ το μήνα). Κάθε χρόνο πάνω από μισό εκατομμύριο γονείς στη Γαλλία επιλέγουν αυτή την άδεια.

Αυτή και άλλες πολιτικές στήριξης της οικογένειας, από αποκεντρωμένες προνοιακές δομές μέχρι υποδομές μέριμνας για παιδιά εργαζομένων, που περιγράφονται αναλυτικά στην έρευνα, έχουν ως αποτέλεσμα ο δείκτης γονιμότητας για τη Γαλλία το 2016 να βρίσκεται στο εντυπωσιακό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα 1,92.

Αντίθετα, στη Γερμανία και την Αυστρία τα αποτελέσματα μέχρι πρόσφατα αποδεικνύονταν πενιχρά, μολονότι οι δαπάνες για οικογενειακή πολιτική ήταν εκεί πάντα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Τα αίτια ήταν η στόχευση και ο σχεδιασμός των πολιτικών, που απευθύνονταν κυρίως σε πιο «παραδοσιακές» μορφές οικογένειας, την ώρα που και εκεί αυξάνονταν οι μονογονεϊκές οικογένειες και η γυναικεία απασχόληση. Και στις δύο χώρες ο δείκτης γονιμότητας παρέμεινε σχετικά χαμηλότερα, κοντά στο όριο της πολύ χαμηλής γονιμότητας (1,6 για τη Γερμανία, 1,53 για την Αυστρία το 2016).

Σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η δική μας, δε, το μίγμα πολιτικών είναι κατά κανόνα και πενιχρό σε δημόσιες δαπάνες και επιδόματα, και ταυτόχρονα προσφέρει και περιορισμένη στήριξη στα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας -και ειδικά στις μητέρες.

Διεθνώς, οι πολιτικές για τη στήριξη οικογένειας συνήθως έχουν έξι στόχους:

1. Μείωση της φτώχειας και εισοδηματική υποστήριξη

2. Άμεση αποζημίωση για το οικονομικό κόστος των παιδιών

3. Προώθηση της απασχόλησης, ειδικά για γυναίκες

4. Μεγαλύτερη ισότητα των φύλων

5. Υποστήριξη ανάπτυξης για την πρώιμη παιδική ηλικία

6. Αύξηση της γεννητικότητας

Γενικά, τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής πρέπει σε γενικές γραμμές να στοχεύουν στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος. Αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας -όταν οι άμεσες ανάγκες μιας οικογένειας καλύπτονται, η ανησυχία για το μέλλον μειώνεται και η απόφαση τεκνοποίησης γίνεται ευκολότερη. Επιπλέον και στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να αντιμετωπίζεται το υψηλό κόστος φροντίδας και ανατροφής του παιδιού, ενώ πρέπει να στηρίζεται και η οικογενειακή ζωή, περιορίζοντας τις θυσίες στα επαγγελματικά και προσωπικά θέματα που καλούνται να κάνουν οι γονείς. Ο στόχος είναι τα ζευγάρια -και μάλιστα ειδικά τα νέα ζευγάρια- που επιθυμούν να κάνουν παιδί να μπορούν να πάρουν την απόφαση νωρίτερα ώστε να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο, αν θέλουν, να κάνουν και δεύτερο ή και τρίτο στο μέλλον.

Στη δική μας χώρα, συγκεκριμένα, η έρευνα υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να καταπολεμηθεί η έλλειψη προσιτών και προσβάσιμων υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης παιδιών, να αναπροσαρμοστούν τα χαμηλά επίπεδα οικονομικών παροχών και επιδομάτων και οι μικρές γονικές άδειες με χαμηλά επιδόματα και να καταργηθούν πολιτικές που κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, οδηγώντας τις Ελληνίδες στο συμπέρασμα ότι είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση με τη μητρότητα.

Οι συνέπειες της σημερινής κατάστασης είναι οφθαλμοφανείς και στα στοιχεία. Οι Ελληνίδες έχουν το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις Ιταλίδες. Το 2017, το ποσοστό των Ελληνίδων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που συμμετείχαν στην αγορά εργασίας ήταν 68%, ένα ποσοστό που μοιάζει υψηλό, αλλά βεβαίως υπολείπεται δραματικά του 90% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.

Αλλά ποια οικογενειακή πολιτική έχουμε σήμερα στην Ελλάδα;

Στον ιδιωτικό τομέα οι άδειες που προσφέρονται στις μητέρες (αποκλειστικά) φτάνουν μέχρι τους 8 μήνες και μία εβδομάδα, με τη δυνατότητα μιας επιπλέον 4μηνης άδειας και για τους δύο γονείς άνευ αποδοχών, η οποία μπορεί να δοθεί τμηματικά μέχρι το παιδί να γίνει 6 ετών. Ένας από τους δύο γονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση.
Στο Δημόσιο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Μια μητέρα που κάνει το πρώτο της παιδί δικαιούται 12 μήνες άδεια. Οι 3 μήνες είναι αποκλειστικά για τη μητέρα και με πλήρεις αποδοχές, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να μοιραστούν στους δύο γονείς.

Σήμερα τα επιδόματα που δίνονται φτάνουν μέχρι τα 210 ευρώ τον μήνα για μια οικογένεια με τρία παιδιά και πολύ χαμηλό εισόδημα. Τρίτεκνες οικογένειες με ετήσιο εισόδημα πάνω από 34.000 ευρώ δεν δικαιούνται κανένα επίδομα. Άλλες παροχές περιλαμβάνουν την απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων (ή την απαλλαγή από το μισό τέλος για αυτοκίνητα άνω των 2.000 κυβικών εκατοστών, μολονότι τα περισσότερα επταθέσια οχήματα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία -και πληρώνουν και φόρο πολυτελείας), μειωμένο εισιτήριο στα ΜΜΜ, το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο της ΔΕΗ (με εισοδηματικά κριτήρια) και μοριοδότηση για διορισμό στο Δημόσιο.

Όπως έχουμε αναφέρει και στην έρευνά μας για την προσχολική αγωγή, περίπου 140.000 παιδιά βρίσκουν θέση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς κάθε χρόνο χάρη σε ένα πρόγραμμα ύψους 175 εκατ. ευρώ που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό. Δεκάδες χιλιάδες άλλα μικρά παιδιά παραμένουν εκτός δομών προσχολικής αγωγής, πράγμα που δεν έχει επιπτώσεις μόνο στις οικογένειές τους αλλά, όπως είδαμε και από την έρευνα της διαΝΕΟσις για την προσχολική αγωγή, και στη μελλοντική τους εξέλιξη. Και η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω και από άλλες χώρες σε αυτό το θέμα.

To 2002 οι επικεφαλής των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε. συμφώνησαν στη Βαρκελώνη να πετύχουν συγκεκριμένους στόχους για τη φύλαξη και την εκπαίδευση των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Μεταξύ άλλων, οι «στόχοι της Βαρκελώνης» περιλαμβάνουν το ότι το 90% των παιδιών ηλικίας από 3 μέχρι 5 θα βρίσκουν θέση σε παιδικούς σταθμούς κάθε χρόνο, και ότι το ίδιο θα συμβαίνει και με το 33% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών. Η Ελλάδα υπολείπεται πάρα πολύ άλλων ευρωπαϊκών χωρών και του μέσου όρου και στα δύο -τα αντίστοιχα ποσοστά βρίσκονται στο 55,6% και το 8,9% αντίστοιχα (2016).

Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπ’ όψιν, οι ερευνητές καταλήγουν σε μια δέσμη προτάσεων η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί, την καθιέρωση ενός πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2000 ευρώ ανά παιδί) και την ενίσχυση επιδομάτων τοκετού. Ενθαρρύνονται τόσο η ένταξη της μητέρας στην αγορά εργασίας και η παραμονή της σε αυτήν, όσο και η ενεργός συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού ή των παιδιών. Προτείνεται ακόμα η διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών σταθμών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών (που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών), αλλά και η εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά).

Προτείνεται, εξάλλου, η δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.

Όλα τα στοιχεία και όλες οι προτάσεις πολιτικής αναλύονται στο πλήρες κείμενο της μελέτης, το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ:

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚO ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚEΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤHΡΙΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓEΝΕΙΑΣ (PDF)
ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ (30 Ιανουαρίου 2019)

Λιγοστεύουμε λόγω κρίσης: «Χάθηκε» ο πληθυσμός της Ηπείρου σε μια δεκαετία

22 Ιανουαρίου 2019

Κατά 355.000 ανθρώπους – όσοι είχαν απογραφεί στην Ήπειρο το 2011- μειώθηκε ο ελληνικός πληθυσμός – Η προϋπάρχουσα τάση μείωσης των γεννήσεων επιδεινώθηκε λόγω της οικονομικής κρίσης

Κατά το διάστημα 2008-2017 η Ελλάδα «έχασε» την Ήπειρο από τον πληθυσμό της: κατά 355.000 κατοίκους μειώθηκε ο πληθυσμός της, όσοι δηλαδή είχαν απογραφεί το 2011 στην περιφέρεια της Ηπείρου. Το ίδιο χρονικό διάστημα καταγράφηκε επίσης και ανατροπή του μεταναστευτικού ισοζυγίου με τη διαρροή στο εξωτερικό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων παραγωγικής ηλικίας και υψηλής εκπαίδευσης και ειδίκευσης.

Τις δραματικές αυτές επισημάνσεις έκανε, μεταξύ άλλων, ο επίκουρος Καθηγητής Επιδημιολογίας και Επαγγελματικής Υγιεινής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κύριος Γιώργος Ραχιώτης στην πρόσφατη διάλεξη του με θέμα «Όψεις του Δημογραφικού Προβλήματος στην Ελλάδα. Παρελθόν, Παρόν & Στόχοι» στο Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Όπως ανέφερε ο καθηγητής, η δημογραφική ανισορροπία προσλαμβάνει χαρακτήρα προβλήματος εθνικής ασφάλειας ιδιαίτερα σε εθνικά ευαίσθητες περιοχές. Στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και ειδικότερα στην Περιφερειακή Ενότητα Ροδόπης, οι θάνατοι (1.425) ήταν διπλάσιοι από τις γεννήσεις (791) το 2017.

Σημαντική είναι και η ανατροπή του ισοζυγίου στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου (2.031 θάνατοι, 1.203 γεννήσεις), αλλά και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου.

Ευρωπαϊκό φαινόμενο η μείωση των γεννήσεων

Σύμφωνα με τον κ. Ραχιώτη,»το φαινόμενο της μείωσης των γεννήσεων δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Αντίθετα, είναι ενταγμένο σε ένα ευρύτερο Ευρωπαϊκό και «Δυτικό» πλαίσιο. Η μείωση των γεννήσεων έχει πολυπαραγοντική αιτιολογία (π.χ. αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στο παραγωγικό δυναμικό, μεταβολές στο σύστημα προσωπικών αξιών,οικονομικοί παράμετροι, κρατική μέριμνα για την ενίσχυση της οικογένειας κλπ). Στο παραπάνω πλαίσιο παρατηρείται ήδη από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 μια τάση μείωσης των γεννήσεων και στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, ο πληθυσμός αυξανόταν λόγω του θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου (υπεροχή των εισερχόμενων μεταναστών έναντι των εξερχόμενων), αλλά και λόγω του ότι ο αριθμός των γεννήσεων υπερτερούσε του αριθμού των θανάτων».

Όμως, η οικονομική κρίση και η επακόλουθη υπαγωγή της χώρας στον μηχανισμό του μνημονίου, ανέτρεψε τις ισορροπίες.
«Η Ελλάδα υπέστη μια κολοσσιαία οκονομική και κοινωνική καταστροφή (πτώση του ΑΕΠ κατά 30%, έκρηξη της ανεργίας), πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα. Οι ευαίσθητες δημογραφικές ισορροπίες ανατράπηκαν, οι γεννήσεις μειώθηκαν δραματικά . Ενδεικτικά κατά την περίοδο 2015-2017 οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 91.207, ενώ το 2017 οι γεννήσεις έπεσαν κάτω από τις 90.000 ετησίως» ανέφερε ο ειδικός.

Ελληνικό έλλειμμα στην στήριξη της μητρότητας και των γεννήσεων

Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ αναφορικά με την εφαρμογή πολιτικών για τη στήριξη της μητρότητας και των γεννήσεων (π.χ. επιδοματική πολιτική, φορολογικές ελαφρύνσεις κλπ), τόνισε ο καθηγητής, εξηγώντας τη συρρίκνωση του πληθυσμού.

Ανέφερε ως καλό πρότυπο πολιτικής εκείνη που ακολουθήθηκε την περίοδο 2004-2009 οπότε ελήφθησαν σημαντικά μέτρα με στόχο την ενίσχυση της γεννητικότητας, με έμφαση στις πολύτεκνες και τρίτεκνες οικογένειες. Τα μέτρα αυτά περιελάμβαναν οικονομικές ενισχύσεις, αλλά και μέτρα θεσμικού χαρακτήρα με ευεργετικό οικονομικό αντίκτυπο. Επίσης, αυξήθηκε το διάστημα της άδειας μητρότητας για τις μητέρες που εργάζονταν στον ιδιωτικό τομέα.

Δυστυχώς τα περισσότερα από τα μέτρα αυτά έτυχαν δραστικής περικοπής κατά την περίοδο που ακολούθησε την υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου καταργήθηκαν ευεργετικά μέτρα παλαιότερων κυβερνήσεων, με ενδεικτικά παραδείγματα την κατάργηση νόμου του 1994 για την αύξηση του αφορολόγητου για τις πολύτεκνες οικογένειες και νόμου του 1990 για την ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας.

«Για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να δρομολογηθεί σχέδιο για την επάνοδο στη χώρα των νέων επιστημόνων παραγωγικής ηλικίας και υψηλής ειδίκευσης, ενώ απαιτείται και η επαναθέσπιση κινήτρων προστασίας της μητρότητας και των γεννήσεων, όχι μόνο για τους πολύτεκνους και τρίτεκνους, αλλά και για το πρώτο και δεύτερο παιδί. Τέλος, πρέπει να εκπονηθεί επειγόντως σχέδιο αποκατάστασης της δημογραφικής ισορροπίας σε ευαίσθητες περιοχές της χώρας με έμφαση στην Ελληνική Θράκη», κατέληξε στην ομιλία του ο κ. Ραχιώτης.

Τότα Καρλατήρα

ΠΗΓΗ: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (21/01/2019)

 

Washington Post: Πού πήγαν όλα τα παιδιά; Πως η οικονομική κρίση στην Ελλάδα επηρεάζει το δημογραφικό

3 Δεκεμβρίου 2018

 

Εκτενές δημοσίευμα για τη μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα, λόγω της οικονομικής κρίσης, που  παραθέτει μαρτυρίες  γονέων,  δασκάλων  και  ειδικών. 

Το δημοσίευμα ξενικά παρουσιάζοντας την πρώτη ημέρα στο δημοτικό σχολείο Καλπακίου. Τα παιδιά φτάνουν στο σχολείο, στοιχίζονται ανά τάξη, ωστόσο μια μητέρα που συνόδευσε το πρωτάκι της αναρωτήθηκε: πού είναι τα παιδιά;  Η μητέρα, που είχε φοιτήσει στο ίδιο σχολείο αναφέρει ότι πίστευε πως η αυλή θα ήταν γεμάτη παιδιά.  Η μικρότερη τάξη στο δημοτικού του Καλπακίου αντανακλά τα εντεινόμενα δημογραφικά προβλήματα της Ελλάδας. Στην Α’ δημοτικού στο σχολείο του Καλπακίου φοιτούν 13 παιδιά. Ορισμένοι μαθητές είναι τα μόνα παιδιά στα χωριά που διαβιούν.

Επίσης,  περίπου 6 σχολεία στην περιοχή έκλεισαν πρόσφατα.  Όλο και περισσότεροι μελλοντικοί γονείς φεύγουν ή αναβάλλουν την απόκτηση παιδιού λόγω της ανεργίας ή όπως η δασκάλα της Α’ δημοτικού στο Καλπάκι επειδή το εισόδημά τους είναι πολύ μικρό.

Η ελληνική οικονομία δεν εξαρτάται πλέον από πρόγραμμα διάσωσης, όμως η χώρα τώρα αρχίζει να έρχεται αντιμέτωπη με την επόμενη φάση του κινδύνου, την μείωση των γεννήσεων που εγείρει τη πιθανότητα μιας  συρρικνωμένης, αποδυναμωμένης Ελλάδας τα επόμενα χρόνια.  Κατά την βαθιά και παρατεταμένη κρίση μειώθηκε ο ήδη χαμηλός δείκτης γεννήσεων, όπως συνέβη στις προβληματικές οικονομίες της νότιας Ευρώπης.

Η Ελλάδα επλήγη επίσης από έναν δεύτερο παράγοντα, 500.000 άτομα εγκατέλειψαν τη χώρα, οι περισσότεροι νέοι,   δυνάμει γονείς. Η ύφεση της χώρας συνέβαλε στη δημιουργία της  μικρότερης σε μέγεθος γενιάς μεταπολεμικά.

Στη συνέχεια το δημοσίευμα κάνει λόγο για  τον δείκτη γονιμότητας της χώρας, 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα  που είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη.  Σημειώνεται ότι πριν την κρίση ο δείκτης γονιμότητας ήταν ανοδικός.  Ωστόσο, λόγω της εξόδου  των μελλοντικών γονέων,  ο αριθμός των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα υποχώρησε -θεαματικότερα από τον δείκτη γονιμότητας-  σε ιστορικά χαμηλό.  Το 2009 γεννήθηκαν 118.000 παιδιά ενώ το 2017 88.500.

Σε ορισμένες χώρες, μετά από οικονομικές κρίσεις  ο  δείκτης γονιμότητας ανέκαμψε.  Όμως,  αυτό είναι απίθανο  να συμβεί στην Ελλάδα δήλωσε ο Β. Κοτζαμάνης, καθηγητής δημογραφίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, γιατί  ακόμη και πριν την κρίση η μέση γυναίκα δεν αποκτούσε παιδί πριν τα 31 έτη.  Ορισμένες γυναίκες, που ανέβαλαν την εγκυμοσύνη, κατά την περίοδο της ύφεσης, έχασαν δια παντός την ευκαιρία.  Συνεπώς, η κρίση μείωσε μόνιμα το μέγεθος της νεότερης ελληνικής γενιάς, καθώς και τον αριθμό των μελλοντικών γονέων, τόνισε ο Β. Κοτζαμάνης.  Θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες, επεσήμανε.

Επίσης, γίνεται αναφορά  στα ελλιπή κρατικά προγράμματα στήριξης της οικογένειας στις ελλείψεις στις υποδομές παιδικής φροντίδας και  στη δυσκολία να βρει κανείς γιατρό στις αγροτικές περιοχές.

Chico Harlan

ΠΗΓΗ: Washington Post (2.12.2018)

ΑΣΠΕ: Στοιχεία-σοκ για το δημογραφικό και τις φορολογικές αδικίες σε βάρος των πολυτέκνων

5 Νοεμβρίου 2018

Συγκλονιστικά στοιχεία για το μέγεθος του δημογραφικού προβλήματος στην χώρα μας και τους κινδύνους που αυτό εγκυμονεί για την συνέχιση της ύπαρξης της Ελλάδος περιλαμβάνονται σε αναλυτικό ενημερωτικό σημείωμα επισημάνσεων που εξέδωσε η Ανώτατη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος, ενόψει της αυριανής εορτής των πολυτέκνων. Στο ίδιο σημείωμα επισημαίνονται δύο κατάφορες αδικίες που προκαλούν σε βάρος των πολυτέκνων οικογενειών οι ισχύουσες διατάξεις για τη φορολογία εισοδήματος και για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.).

Σύμφωνα με τις βασικότερες επισημάνσεις της Α.Σ.Π.Ε.:

1) Με βάση τα κριτήρια του ΟΗΕ, μια χώρα χαρακτηρίζεται γηρασμένη όταν το ποσοστό των ηλικιωμένων υπερβαίνει το 7% του πληθυσμού. Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 21,3% του πληθυσμού. Δηλαδή η Ελλάδα έχει τριπλάσιο μέγεθος γηρασμένου πληθυσμού από το όριο που χαρακτηρίζει μία χώρα ως γηρασμένη! Επιπλέον είναι η 2η πιο γηρασμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 κρατών μελών, μετά την Ιταλία, με το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών να έχει φθάσει το έτος 2017 στο 21,5%!!

2) Η Ελλάδα τον Απρίλιο του 1932 κηρύχθηκε επισήμως σε πτώχευση. Η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν τότε αδιαμφισβήτητα πολύ χειρότερη από την οικονομική κατάσταση του 2010, που ο τότε Πρωθυπουργός εισήγαγε την πατρίδα μας στην εποχή των Μνημονίων.

Ωστόσο:

– Την επταετία 1933-1939, που ακολούθησε τη χρεοκοπία του 1932, οι γεννήσεις ανήλθαν σε 189.583, 208.929, 192.511, 193.343, 183.878, 184.509 και 178.852 αντιστοίχως και συνολικώς σε 1.331.605, οι δε θάνατοι σε 111.447, 100.651, 101.416, 105.005, 105.674 ,93.766 και 100.457 αντιστοίχως και συνολικώς σε 718.416, δηλ. είχαμε υπεροχή των γεννήσεων κατά 613.189.

– Την επταετία 2011-2017, οι γεννήσεις ανήλθαν σε 106.428, 100.371, 94.134, 92.148, 91.847, 92.898 και 88.553 αντιστοίχως και συνολικώς σε 666.379, οι δε θάνατοι σε 111.099, 116.670, 111.794, 113.740, 121.212, 118.792 και 124.501 αντιστοίχως και συνολικώς σε 817.606, δηλαδή είχαμε υπεροχή θανάτων κατά 151.427!

3) Αξιοσημείωτα είναι και τα παρακάτω επιμέρους στοιχεία για τους θανάτους και τις γεννήσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας μας:

α) Το 2017, στους 14 από τους 51 νομούς της Ελλάδος, οι θάνατοι ήταν υπερδιπλάσιοι από τις γεννήσεις. Οι νομοί αυτοί ήταν:

– Δράμας: 675 γεννήσεις έναντι 1.433 θανάτων.

– Κιλκίς: γεννήσεις 499 – θάνατοι 1.240.

– Σερρών: γεννήσεις 984 – θάνατοι 2.677.

– Γρεβενών: γεννήσεις 147 θάνατοι 314.

– Άρτας: γεννήσεις 441 – θάνατοι 979.

– Πρέβεζας: γεννήσεις 372 – θάνατοι 767.

– Καρδίτσας: γεννήσεις 672 – θάνατοι 1.707.

– Τρικάλων: γεννήσεις 873 θάνατοι 1.786.

– Φθιώτιδος: γεννήσεις 972 θάνατοι 2017.

– Ευρυτανίας γεννήσεις 95 – θάνατοι 233.

– Φωκίδος γεννήσεις 187 – θάνατοι 469.

– Αρκαδίας γεννήσεις 525 θάνατοι 1.112.

– Λακωνίας γεννήσεις 561 – θάνατοι 1.253.

– Μεσσηνίας γεννήσεις 1.161 – θάνατοι 2.228.

β) Σε όλους τους λοιπούς νομούς (πλην Δωδεκανήσου και Ηρακλείου, όπου υπάρχει μικρή υπεροχή των γεννήσεων), οι θάνατοι υπερτερούσαν εμφανώς των γεννήσεων το 2017!

4) Με το άρθρο 112 του Ν. 4387/2016, ορίζονται τα εξής: «1. Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου 15 (σ.σ. μετά την υπαγωγή του εισοδήματος από μισθό ή σύνταξη στη φορολογική κλίμακα) μειώνεται κατά το ποσό των 1.900 ευρώ για το φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, όταν το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ. Η μείωση του φόρου ανέρχεται σε 1.950 ευρώ για το φορολογούμενο με ένα (1) εξαρτώμενο τέκνο, σε 2.000 ευρώ για δύο (2) εξαρτώμενα τέκνα και σε 2.100 ευρώ για τρία (3) εξαρτώμενα τέκνα και άνω. Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των ποσών αυτών, η μείωση του φόρου περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου….».

Με την παραπάνω ρύθμιση ο άγαμος έχει αφορολόγητο 8.636 ευρώ, που είναι το ύψος του ετησίου εισοδήματος στο οποίο αντιστοιχεί το ποσό της μείωσης φόρου των 1.900 ευρώ (8.636 Χ 22%). Το όριο της φτώχειας σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανέρχεται σε 4.560 για τον άγαμο. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 50% για την σύζυγο (δηλ. για τον έγγαμο χωρίς παιδιά είναι επί πλέον 2.280 ευρώ και συνολικά 6.840 ευρώ) και κατά 30% για κάθε εξαρτώμενο τέκνο κάτω των 14 ετών και κατά 50% για κάθε εξαρτώμενο τέκνο άνω των 14 ετών (βλ. δελτίου τύπου ΕΛ.ΣΤΑΤ 22-6-2018). Δηλαδή, το όριο φτώχειας για έναν πολύτεκνο με σύζυγο και 4 εξαρτώμενα τέκνα κάτω των 14 ετών ανέρχεται στο ποσό των 12.312 ευρώ (4.560 ευρώ + 2.280 ευρώ + 4 x 1.368 ευρώ). Εάν είναι άνω των 14 ετών τότε το όριο της φτώχειας για τον πολύτεκνο θα είναι 15.960 ευρώ, αυξανόμενο βέβαια εάν έχει περισσότερα τέκνα κατά 1.368 ευρώ εάν είναι κάτω των 14 ετών και κατά 2.280 ευρώ εάν είναι άνω των 14 ετών.

Έτσι, με το Ν. 4387/2016 καθιερώθηκε για τον άγαμο ως αφορολόγητο το όριο των φτώχειας των 4.560 ευρώ προσαυξημένο κατά 90% (κατά επιπλέον 4.056 ευρώ). Για τον πολύτεκνο με τα 4 εξαρτώμενα τέκνα κάτω των 14 ετών, που έχει όριο φτώχειας 12.312 ευρώ, αντί η κυβέρνηση να καθιερώσει ως αφορολόγητο το ποσό αυτό προσαυξημένο κατά 90% (κατά 11.080 ευρώ), δηλαδή το ποσό των 23.392 ευρώ, ώστε η μεταχείρισή του να είναι ανάλογη με αυτήν του αγάμου, καθιέρωσε γι΄ αυτόν ως αφορολόγητο το ποσό των 9.550 ευρώ! Δηλαδή, καθιερώθηκε για τον τετράτεκνο το όριο της φτώχειας μειωμένο κατά 25% (από 12.312 σε 9.550 ευρώ), κάτω και από τα όρια της εσχάτης εξαθλίωσης! ΄Ετσι ο πολύτεκνος αυτός πληρώνει φόρο 607,64 ευρώ για ποσό εισοδήματος 12.312 ευρώ, που είναι κάτω από το ισχύον γι’ αυτόν όριο της φτώχειας (12.312-9.550 = 2.762 Χ 22% = 607,64). Εάν τα τέκνα του είναι άνω των 14 ετών τότε το όριο της φτώχειας είναι 15.960 ευρώ και ο πολύτεκνος αυτός πληρώσει φόρο για ποσό εισοδήματος που είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας (15.960-9.550 δηλ.6.410Χ22% ίσον 1.410 ευρώ). Εάν έχει περισσότερα τέκνα θα φορολογείται ακόμη παραπάνω για τα ποσά κάτω των ορίων της φτώχειας. Τα παραπάνω αφορούν μόνο τους μισθωτούς, γιατί οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται από το πρώτο ευρώ!

Με την κατάργηση των αφορολογήτων των παιδιών η φορολογική επιδρομή κατά των πολυτέκνων υπήρξε εξοντωτική, αφού πληρώνουν φόρο και για το εισόδημα, που είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας.

6) Το όριο της φτώχειας σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανέρχεται στο ποσό των 4.560 ευρώ προσαυξανόμενο κατά 50% για την σύζυγο και για κάθε ένα τέκνο κάτω των 14 ετών και κατά 30% για κάθε τέκνο κάτω των 14 ετών.

Με τα παραπάνω δεδομένα αφού ο άγαμος δεν πληρώνει συμπληρωματικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. για ακίνητα αξίας έως 250.000 ευρώ, τότε ο έγγαμος χωρίς παιδιά θα έπρεπε να μην πληρώνει συμπληρωματικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. για ακίνητα ως 375.000 ευρώ (250.000 συν 50% για την σύζυγο) και για κάθε ένα τέκνο κάτω των 14 ετών να προστίθενται άλλες 75.000 ή για κάθε τέκνο άνω των 14 ετών να προστίθενται άλλες 125.000 ευρώ. Έτσι ο πολύτεκνος με 4 τέκνα (2 κάτω των 14 ετών και 2 άνω των ετών) θα έπρεπε, έχοντας την ίδια μεταχείριση με τον άγαμο, να πληρώσει συμπληρωματικό φόρο μόνον εάν είχε ακίνητη περιουσία άνω 775.000 ευρώ (250.000 συν 125.000 για τη σύζυγο συν 250.000 για τα 2 τέκνα άνω των 14 ετών και 150.000 για το 2 τέκνα κάτω των 14 ετών)! Ενώ τώρα τιμωρείται. Δεν έχει ούτε την μεταχείριση του αγάμου!

Η Α.Σ.Π.Ε. παραθέτει στη συνέχεια τις προτάσεις της για τα μέτρα που είναι αναγκαίο να ληφθούν προκειμένου να ανατραπεί η εφιαλτική δημογραφική κατάσταση στη χώρα μας.

Τα μέτρα αυτά είναι:

Α) Ρυθμίσεις, χωρίς κανένα δημοσιονομικό κόστος:

1) Να επανέλθει το ποσοστό 20% για τις προλήψεις μέσω ΑΣΕΠ, που μειώθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 4440/2016 στο 15%.

2) Να καθιερωθεί και για τις πάσης φύσεως προσλήψεις των εκπαιδευτικών όπως το 20% προέρχεται από πολυτέκνους και τέκνα πολυτέκνων, όπως ίσχυε για προσλήψεις όλων των άλλων υπουργείων (άρθρο 1 παρ. 3 περ. δ και άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 3454/2006).

3) Να προηγούνται στις τοποθετήσεις οι πολύτεκνοι γονείς, που απέκτησαν την πολυτεκνική ιδιότητα μέχρι και το 2011, αφού αυτοί είχαν αδικηθεί. Το μέτρο δεν έχει δημοσιονομικό κόστος, αφού διορισμοί στην εκπαίδευση θα γίνονται.

4) Να καθιερωθούν οι ελεύθερες (χωρίς εισοδηματικά ή άλλα κριτήρια) μετεγγραφές των πολυτέκνων και των τέκνων τους, που είναι φοιτητές, όπως ίσχυαν από το 1979 για 32 χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα, όπως ομολογούσαν οι ίδιοι οι Πρυτάνεις, ώστε να μπορούν οι πολύτεκνοι και τα τέκνα τους, κατά τη διάρκεια της φοιτήσεως τους, να μετεγγράφονται σε αντίστοιχη Σχολή και σε αντίστοιχο έτος, που είναι πλησιεστέρα στον τόπο μονίμου κατοικίας των γονέων τους ή σε πόλη που σπουδάζει άλλος αδελφός (η) τους.

5) Να συμπεριληφθούν αυτοτελώς στους φορείς διανομής φρούτων, λαχανικών κλπ., οι Σύλλογοι Πολυτέκνων – Μέλη της ΑΣΠΕ, όπως γινόταν για 30 χρόνια, που τους έθεσε εκτός η υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 1701Β/14-8-2015), με αποτέλεσμα οι πολύτεκνοι πλέον να τα στερούνται. Επί πλέον να αυξηθεί το όριο εισοδήματος για την διανομή τροφίμων παρεμβάσεως Ε.Ε. ή άλλων πηγών, για τους πολυτέκνους.

6) Να εξαιρεθούν οι πολύτεκνοι από τον φόρο πολυτελούς διαβιώσεως για τα αυτοκίνητά τους. Με τις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν. 4111/2013 και του άρθρου 31 του Ν. 4172/2013 θεσπίσθηκε φόρος πολυτελούς διαβιώσεως για όσους κατέχουν αυτοκίνητα 1928 κ.ε. και άνω. Δεν προβλέπεται, όμως, εξαίρεση για τους πολυτέκνους, που εξ ανάγκης και όχι από πολυτέλεια αγόρασαν ένα αυτοκίνητο, για την μεταφορά της οικογένειας τους, που είναι 7θέσιο ή 9θέσιο και τα οποία είναι συνήθως κυβισμού μεγαλύτερου του 1928 κεκ.

7) Να επανέλθει η καταργηθείσα διάταξη της παρ 1 του άρθρου 16 του Ν. 3863/2010, που παρείχε τη δυνατότητα στους πολυτέκνους με ορισμένες προϋποθέσεις, να απασχολούνται άνευ περικοπής της συντάξεως τους, καθώς με το νέο καθεστώς (παρ. 1 του άρθρου 20 του Ν. 4387/2016) για τους πολυτέκνους-συνταξιούχους, που αναλαμβάνουν εργασία, οι ακαθάριστες συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές, καταβάλλονται μειωμένες κατά 60% για όσο χρόνο απασχολούνται.

8) Να επανέλθει το ποσοστό 10% για την εισαγωγή των πολυτέκνων και των τέκνων τους στις σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας.

9) Να παρασχεθεί η δυνατότητα στους Δήμους και τις περιφέρειες να χορηγούν ως δημογραφικά κίνητρα, χρηματικά βοηθήματα στις μητέρες που αποκτούν το 4ο και άνω τέκνο τους και συγχρόνως αποκτούν την πολυτεκνική ιδιότητα.

10) Να επανέλθει το μειωμένο τιμολόγιο της ΔΕΗ, όπως ίσχυε με την Δ5/ΗΛ/Β/Φ29/22891/17-12-2004 απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης.

Β) Μέτρα στήριξης των πολυτέκνων με δημοσιονομικό κόστος:

1) Επαναχορήγηση της σύνταξης πολύτεκνης μητέρας και των πολυτεκνικών επιδομάτων.

2) Εξαίρεση της πρώτης κατοικίας των πολυτέκνων από τον κύριο και τον συμπληρωματικό ΕΝ.Φ.Ι.Α.

3) Να θεσπισθεί ως αφορολόγητο όριο εισοδήματος και για τους πολύτεκνους το όριο της φτώχειας όπως το καθορίζει η ΕΛΣΤΑΤ.

4) Να απαλλαγούν οι πολύτεκνοι από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Με το άρθρο 112 του Ν. 4387/12-5-2016, η Κυβέρνηση ρύθμισε και τα της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, άφησε τις 12.000 ευρώ, ποσό μέχρι το ύψος του οποίου δεν επιβάλλεται εισφορά (δηλ. έχει το ίδιο ύψος εισοδήματος για την μη πληρωμή εισφοράς αλληλεγγύης τόσο ο πολύτεκνος, με οσαδήποτε προστατευόμενα τέκνα, όσο και ο άγαμος!).

Η απαλλαγή από την εισφορά αλληλεγγύης του εισοδήματος των 12.000 ευρώ για τον άγαμο σημαίνει ότι για τον άγαμο θεσπίζεται απαλλαγή το όριο της φτώχειας που είναι 4.560 ευρώ προσαυξημένο σχεδόν κατά 170%. Για τον πολύτεκνο με 4 τέκνα κάτω των 14 ετών, που το όριο της φτώχειας είναι 12.312, αντί να καθιερωθεί το ποσό αυτό προσαυξημένο κατά 170%, δηλ. 12.312 σύν 20.930 ίσον 33.342, καθιερώνεται και πάλι ποσό 12.000 ευρώ που είναι κάτω του ορίου της φτώχειας!

5) Να εξαιρεθεί η πρώτη κατοικία των πολυτέκνων από τους πλειστηριασμούς.

6) Να ληφθεί μέριμνα και για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Να υπάρξει μέριμνα ώστε οι πολύτεκνοι ελεύθεροι επαγγελματίες ν΄ απαλλαγούν από το τέλος επιτηδεύματος και το όποιο αφορολόγητο να ισχύει και γι΄ αυτούς.

Γιώργος Παλαιτσάκης

ΠΗΓΗ: FMVoice.gr (2/11/2018)

To δημογραφικό υπονομεύει (και) το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας

31 Οκτωβρίου 2018

Σύμφωνα με την PwC, αύξηση πληθυσμού κατά 100.000 οδηγεί σε άνοδο κατά 3% τού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ αύξηση των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) κατά περίπου 50.000 οδηγεί σε μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περίπου 15%

Κοινός τόπος είναι ότι το δημογραφικό πρόβλημα παραμένει μία από τις μεγαλύτερες πληγές της Ελλάδας. Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις, τους νέους και μορφωμένους να μεταναστεύουν και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, όχι μόνο η χώρα δεν θα μπορεί τις ερχόμενες δεκαετίες να παράγει επαρκή πλούτο για τους πολίτες της, αλλά ίσως βρεθεί αντιμέτωπη με την ίδια τη βιωσιμότητά της ως ενός σύγχρονου έθνους-κράτους. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα δημογραφικό αδιέξοδο που δεν πλήττει μόνο τον πληθυσμό της αλλά υπονομεύει και την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.

Μια αύξηση π.χ. του πληθυσμού της Ελλάδας κατά περίπου 100.000, οδηγεί σε άνοδο 3% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας, εκτιμούσε η PwC, ενώ αντίθετα μια αύξηση των ηλικιωμένων στην Ελλάδα (άνω των 65 ετών) κατά περίπου 50.000, που αυξάνει την ανάγκη στήριξης και πρόνοιας, ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περίπου 15%. Η Ελλάδα βγαίνοντας από την κρίση θα πρέπει να μετατρέψει το δημογραφικό της κενό σε οικονομικό και κοινωνικό πλεόνασμα έτσι ώστε να διατηρήσει θετικές προοπτικές ανάπτυξης στο μέλλον. Σύμφωνα με την PwC, για να δημιουργηθούν οι βάσεις για την ανοικοδόμηση της ελληνικής οικονομίας απαιτείται ένα μείγμα πολιτικών που θα περιλαμβάνει δράσεις για τον περιορισμό της υπογεννητικότητας.

Τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν:

• Την ελαφρότερη φορολόγηση πολύτεκνων οικογενειών.

• Τη δωρεάν ή με χαμηλό κόστος παροχή υπηρεσιών σε οικογένειες που αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί.

• Τη μείωση του απαιτούμενου αριθμού παιδιών ώστε να θεωρηθεί μια οικογένεια πολύτεκνη.

Τυπικά η δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις ανά έτος μειώθηκαν από τις 150.000 στις 100.000, φτάνοντας στο 2011 που για πρώτη φορά ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων κατά περίπου 30 χιλιάδες. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 370.000 άτομα. Η εισροή των μεταναστών συνέβαλε αρχικά στην ανακοπή της πτωτικής τάσης της υπογεννητικότητας (1991-2000), όπου οι μετανάστες στη χώρα αυξάνονταν κατά 6% ετησίως. Από το 2008 και μετά οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα περιορίστηκαν, ενώ παράλληλα μέρος του ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα υψηλών δεξιοτήτων μετανάστευσε στο εξωτερικό («brain drain»), με την Ελλάδα να έχει την τρίτη θέση μετά την Κύπρο και την Ισπανία όσον αναφορά το ποσοστό των νέων που εγκαταλείπουν τη χώρα τους. Όλα αυτά είχαν αντίκτυπο και στην αλλαγή της ηλικιακής σύστασης της χώρας, με τον πληθυσμό άνω των 65 να τριπλασιάζεται από 7% που ήταν το 1960 σε 20% το 2015. Κατά συνέπεια η διάμεσος ηλικία, ηλικία που χωρίζει τον πληθυσμό σε δύο ισόποσες ηλικιακές ομάδες, από τα 31 έτη που ήταν το 1960, άγγιξε τα 43 το 2015.

Η μέση Ελληνίδα πλέον δεν γεννά δύο παιδιά, που στατιστικά απαιτούνται ώστε να φέρει στη ζωή μία κόρη που θα την αντικαταστήσει. Ο δείκτης γονιμότητας της μέσης Ελληνίδας έχει πέσει στα 1,3 παιδιά, όταν τη δεκαετία του 1960 βρισκόταν στα 2,3 παιδιά ανά γυναίκα, πάνω από το όριο αντικατάστασης γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα). Από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση ενός τοκετού είναι το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού, η δαπάνη ενός τοκετού καθώς και η προσβασιμότητα στο σύστημα υγείας. Η οικονομική ύφεση ουσιαστικά εξέθεσε το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, το οποίο όπως εκτιμά η μελέτη της PwC θα συνεχιστεί στο μέλλον εάν δεν ληφθούν μέτρα αντιμετώπισής του.
Εξάλλου, πρόσφατη μελέτη π.χ. του Ινστιτούτου του Βερολίνου εκτιμούσε ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια ως το 2030 και στα 8,9 εκατομμύρια ως το 2050 (8,3 εκατομμύρια, υποστηρίζουν οι πιο απαισιόδοξες μελέτες), σε σύγκριση με 10,7 εκατομμύρια περίπου σήμερα και 11,1 εκατομμύρια το 2009, προτού δηλαδή η «Μεγάλη Ελληνική Υφεση» αρχίσει να ξεδιπλώνεται, ενώ και η Eurostat αποφάνθηκε ότι το 2080 με 7,2 εκατομμύρια ανθρώπους η Ελλάδα θα βρίσκεται στο ναδίρ της ΕΕ.

Μαντικίδης Τάσος

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ (31.10.2018)