Posts Tagged ‘γονιμότητα’

Σ. Ζαχαράκη στο “Π”: Δημογραφικό, μια μάχη για όλους μας!

7 Νοεμβρίου 2023

Της ΣΟΦΙΑΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗ Υπουργού Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Βουλευτή ΝΔ Α’ Ανατολικής Αττικής

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της χώρας μας και ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση είναι το Δημογραφικό. Μια πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουν πάρα πολλά κράτη, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς.

Στην Ιαπωνία, στο Χονγκ Κονγκ, στη Σιγκαπούρη η γονιμότητα δεν ξεπερνά το 1,3 παιδιά / γυναίκα, ενώ στη Νότια Κορέα έχει πέσει κάτω από το 1 παιδί / γυναίκα – επίπεδα που δεν μπορούσε κάποιος να φανταστεί μερικά χρόνια πριν. Εκεί που η Ελλάδα διαφοροποιείται από άλλες χώρες είναι στο χρονοδιάγραμμα. Σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η μείωση της γονιμότητας στην Ελλάδα σημειώθηκε με υστέρηση δύο σχεδόν δεκαετιών, συντελέστηκε όμως με μεγαλύτερη ταχύτητα και έπεσε σε χαμηλότερα επίπεδα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η χώρα μας καταγράφει από τα χαμηλότερα επίπεδα γονιμότητας παγκοσμίως. Σε αυτήν την παρατεταμένα χαμηλή γονιμότητα οφείλεται η μείωση του πληθυσμού της χώρας και η ταχύτατη γήρανσή της, που κάνουν τη δημογραφική κατάσταση της Ελλάδας δυσμενέστερη από ό,τι αλλού. Μη λησμονούμε ότι οι τάσεις που καταγράφηκαν γύρω στο 1980 όσον αφορά τη μείωση των γεννήσεων (από τότε έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα) καταγράφονται ως αποτέλεσμα τώρα.

Αυτή η πληθυσμιακή υποχώρηση δεν εκδηλώνεται ισομερώς στην επικράτεια, έχει εξάρσεις σε συγκεκριμένες περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκούν μόνο εθνικές στρατηγικές, αλλά απαιτούνται και συγκεκριμένες τοπικές πρόνοιες, με τη συνολική, πάντως, δημογραφική κατάρρευση να καθίσταται κυριολεκτικά ένα υπαρξιακό στοίχημα για το μέλλον μας.

Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν περιθώρια παρατήρησης μιας εξέλιξης και απλών διαπιστώσεων. Και ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που αποφάσισε τη σύσταση γενικής γραμματείας με διακριτή αρμοδιότητα την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος στο νεοσυσταθέν υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Δείγμα της αποφασιστικότητας του πρωθυπουργού να δράσει τώρα με στόχο.

Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του πρωθυπουργού, πρόκειται να παρουσιάσουμε, στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2024, ένα λεπτομερές και στοχευμένο εθνικό σχέδιο για το Δημογραφικό. Οι άξονες θα καλύπτουν την εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, το στεγαστικό θέμα, τη μακροχρόνια φροντίδα, την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, την ισόρροπη ανάπτυξη όλης της χώρας αλλά και την ενίσχυση των ζευγαριών με τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφάλειας και αισιοδοξίας, ώστε να κάνουν τον οικογενειακό προγραμματισμό τους.

Και βέβαια δεν ξεκινάμε από το μηδέν.

Τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια αυξήσαμε το αφορολόγητο για νοικοκυριά με παιδιά. Αυτό μεγαλώνει ξανά τώρα κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί. Παράλληλα, μια από τις πρώτες αποφάσεις μας, το 2019, ήταν να χορηγήσουμε ένα εφάπαξ επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε νέα γέννηση στην πατρίδα μας. Και ήδη αιχμή των αυξημένων μισθών στο Δημόσιο από 1/1/2024 είναι η οικογένεια, την οποία στηρίζουμε με πρόσθετες μισθολογικές αυξήσεις, ενώ όλα τα βρεφικά και παιδικά είδη έχουν από καιρό μεταφερθεί στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ. Έχει αναδιαμορφωθεί ριζικά το πλαίσιο των γονικών αδειών. Αυτές έχουν επεκταθεί πλέον στον πατέρα, έχουν αυξηθεί χρονικά στους εννέα μήνες, από τους έξι, με σημαντική αύξηση των επιδομάτων που τις συνοδεύουν.

Ενισχύεται ο πιλοτικός θεσμός των «Νταντάδων της Γειτονιάς», με αύξηση voucher που φτάνει στα 500 ευρώ τον μήνα για κάθε παιδί, δείχνοντας την προσήλωσή μας στον στόχο της ισότητας και της εναρμόνισης της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής. Αλλά και στη στεγαστική πολιτική ξεκινήσαμε μια ουσιαστική παρέμβαση σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, την εφαρμογή μιας δέσμης μέτρων με συνολικό προϋπολογισμό 2,2 δισ. ευρώ, για να μπορέσουμε να ενδυναμώσουμε κυρίως τους νέους μας μέσω της εύρεσης στέγης, έτσι ώστε να αναπτύξουν με μεγαλύτερη αυτονομία το πλάνο ζωής τους.

Αναφέρω ενδεικτικά το πρόγραμμα «Σπίτι μου», τον προϋπολογισμό του οποίου διπλασιάσαμε στο 1 δισ. ευρώ και διευρύναμε τα κριτήρια των διαμερισμάτων με ειδικές διατάξεις, ώστε να αυξήσουμε τα επιλέξιμα σπίτια, ενώ 860 δάνεια έχουν ήδη εκταμιευθεί, συνολικού ποσού 84 εκατ. ευρώ. Ακόμα, με το πρόγραμμα «Κάλυψη» επιδιώκεται η αξιοποίηση του υφιστάμενου αποθέματος διαμερισμάτων του προγράμματος «ΕΣΤΙΑ» για την υλοποίηση προγράμματος κοινωνικής κατοικίας.

Στόχος είναι η διάθεση τουλάχιστον 1.000 ιδιωτικών κατοικιών ως κοινωνικές κατοικίες σε νέους ηλικίας 25 – 39 ετών, δικαιούχους του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, χωρίς ιδιόκτητη πρώτη κατοικία. Ένα πρόγραμμα που τρέχουμε είναι το «Στέγαση και Εργασία για τους Αστέγους», το οποίο παρέχει επιδότηση ενοικίου στους ωφελούμενους για δύο χρόνια, κάλυψη βασικών δαπανών για οικοσκευές, πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ και επιδότηση του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών για έναν χρόνο για εξεύρεση εργασίας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή για τη δημιουργία επιχείρησης. Δύο ακόμα προγράμματα για την υλοποίηση των οποίων θέτουμε τις βάσεις στο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας είναι το «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» και το «Κοινωνική Αντιπαροχή». Θέλουμε να δώσουμε ελπίδα και ασφάλεια στους πολίτες, ιδίως στους νέους και σε όσους μας έχουν περισσότερο ανάγκη.

Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, ούτε υπάρχουν επιλογές οι οποίες μπορούν να φέρουν γρήγορα αποτελέσματα. Το Δημογραφικό συνεπάγεται μια πολύχρονη προσπάθεια. Και, βεβαίως, προϋποθέτει και έχει πολλούς συμμάχους.

Πηγή: Το Παρόν της Κυριακής (05.11.2023)

Eurostat: Στις τελευταίες θέσεις στον δείκτη γονιμότητας η Ελλάδα

12 Μαρτίου 2019

Σε μια από τις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά τον δείκτη γονιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται η Ελλάδα, ενώ οι Ελληνίδες τεκνοποιούν σε αρκετά μεγάλη ηλικία, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η Eurostat, για το 2017.

Ειδικότερα, ο λεγόμενος δείκτης γονιμότητας ήταν το 2017 στην Ελλάδα 1,35 (με 42.267 γεννήσεις) έναντι 1,38 το 2016. Στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 1,59 σε σχέση με 1,60 το προηγούμενο έτος.

Το 2017 οι υψηλότερος δείκτης καταγράφηκε στη Γαλλία (1,90) και έπειτα στη Σουηδία (1,78) ενώ ο χαμηλότερος ήταν στη Μάλτα (1,26), στην Ισπανία (1,31), στην Ιταλία και την Κύπρο (1,32), στην Ελλάδα (1,35), την Πορτογαλία (1,38) και το Λουξεμβούργο (1,39).

Σε ό,τι αφορά τη μέση ηλικία στην οποία μία γυναίκα αποκτά παιδί για πρώτη φορά, στην Ελλάδα είναι τα 30,4 χρόνια, ενώ πάνω από 30 είναι και στην Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία. Το μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων σε ηλικία μικρότερη των 20 ετών καταγράφεται στη Ρουμανία με 13,9% και στη Βουλγαρία με 13,8%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στα 29,1 χρόνια.

Στην ΕΕ, το 81,5% των γεννήσεων αφορούσαν το πρώτο ή δεύτερο παιδί, ενώ οι γεννήσεις τρίτου παιδιού αντιπροσώπευαν το 12,5% του συνόλου. Τέταρτο ή περισσότερα παιδιά αντιστοιχούσαν στο 6,0%, το 2017. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μητέρων που γέννησαν τέταρτο ή περισσότερα παιδιά τους καταγράφηκε στη Φινλανδία (10,3%), ακολουθούμενη από την Ιρλανδία (9,0%), το Ηνωμένο Βασίλειο (8,8%), τη Σλοβακία (8,1%) και το Βέλγιο (8,0%).

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Μέσω Καθημερινής 12/03/2019)

Βύρων Κοτζαμάνης: «Στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται»

22 Μαΐου 2017

O καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης

«Συναγερμό» για το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας σημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης. Παράλληλα, καταθέτει σειρά προτάσεων για την ανάσχεση του φαινομένου που οδηγεί σε γερασμένο και μικρότερο πληθυσμό της χώρας.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας.

Η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας με τη δημιουργία δύο μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) και η εγκατάλειψη του ύπαιθρου χώρου.
Η εμφάνιση μετά το 2010 ενός νέου κύματος φυγής στο εξωτερικό νέων Ελλήνων αναπαραγωγικής ηλικίας (25-45 ετών) που δεν αναμένεται να ανακοπεί μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας.
Η εξαιρετικά χαμηλή γονιμότητα και ο άκρως περιορισμένος αριθμός των γεννήσεων (γύρω στις 90.000 ανά έτος) σε συνδυασμό με τον υψηλό αριθμό των θανάτων (γύρω στους 120.000 ετησίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού μας), που έχουν ως αποτέλεσμα ένα αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, τάση που σίγουρα δεν πρόκειται να αναστραφεί μέχρι το 2030-2035.
Η δημογραφική γήρανση (δηλαδή η αύξηση του ποσοστού των άνω των 65 ετών και ακόμη περισσότερο η αύξηση του ποσοστού των άνω των 85 ετών), τάση η οποία επίσης δεν πρόκειται να ανακοπεί τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Η μείωση του συνολικού πληθυσμού, η οποία έχει αρχίσει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και δεν πρόκειται να ανακοπεί επίσης μέχρι το 2035 και η οποία οδηγεί και στη μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-65 ετών) και προφανώς και σε αυτήν του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Πού αποδίδετε εσείς το γεγονός ότι οι Έλληνες γινόμαστε λιγότεροι και γεροντότεροι;

Η μείωση του πληθυσμού μας οφείλεται στο ότι τα δύο ισοζύγια (γεννήσεις – θάνατοι/ είσοδοι στη χώρα μας – έξοδοι από αυτήν) είναι πλέον αρνητικά (και θα παραμείνουν αρνητικά και τις επόμενες δύο δεκαετίες). Η δημογραφική γήρανση οφείλεται αφενός μεν στον μειωμένο (σε σχέση με την περίοδο 1950-1980) αριθμό των γεννήσεων τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (γήρανση εκ των «κάτω»), αφετέρου δε στην αύξηση του μέσου όρου ζωής μας (γήρανση εκ των «άνω»), καθώς τα τελευταία 65 χρόνια έχουμε κερδίσει πάνω από 10 χρόνια ζωής (ζούμε δηλαδή πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι γονείς μας και προφανώς και οι παππούδες μας, και επομένως, αφού δεν πεθαίνουμε πλέον στα 68 μας αλλά στα 80 μας, «φορτώνεται» συνεχώς η ηλικιακή ομάδα 65 και άνω).

Κατά την άποψή σας, ποιο είναι το πιο ανησυχητικό από τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας και γιατί;

Η άνιση κατανομή του πληθυσμού μας (υπερσυγκέντρωσή του σε ένα πολύ περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας και εγκατάλειψη του ύπαιθρου χώρου), για την οποία δεν συζητούμε πλέον και πολύ, η σχετικά πρόσφατη μετανάστευση νέων ατόμων (αποτέλεσμα αποκλειστικά της κρίσης), η εξαιρετικά χαμηλή πλέον γονιμότητά μας (οι γυναίκες που γεννήθηκαν λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφεραν στον κόσμο κατά μέσο όρο 2,1 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1960 1,75 και οι νεότερες, δηλαδή αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1980, θα κάνουν πιθανότατα ακόμη λιγότερα: 1,55) και η επιταχυνόμενη γήρανση, καθώς οι άνω των 65 ετών, από 7% το 1951 και 21% του συνολικού πληθυσμού σήμερα, θα αποτελούν το 27%-28% το 2035 και πιθανότατα το 31%-33% το 2050 (οι δε 85 ετών και άνω, από 0,5% του πληθυσμού το 1951, είναι σήμερα το 2,8% και αναμένεται να αποτελούν το 4%-4,5% το 2035 και το 5%-6,5% το 2050).
Τα τρία τελευταία στοιχεία έχουν/θα έχουν ως επίπτωση τη μείωση του πληθυσμού μας (κυρίως δε τη μείωση των ατόμων εργάσιμης ηλικίας) και, αντιθέτως, την αύξηση τόσο του αριθμού όσο και του ποσοστού των ηλικιωμένων και των υπερηλίκων με όλα τα επάγωγα προβλήματα (ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, αύξηση συνολικού κόστους υπηρεσιών υγείας, εθνική άμυνα, ελλείμματα μεσοπρόθεσμα στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, δυσκολίες προσαρμογής στα νέα οικονομικά περιβάλλοντα, συντηρητικοποίηση του εκλογικού σώματος κ.λπ.).

Εκτός από την πληθυσμιακή απομείωση στη χώρα έχετε κάνει και κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με την υγεία του πληθυσμού. Μιλήστε μας γι’ αυτές…

Στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται και επίσης έχει αρχίσει να εμφανίζεται μια σημαντική επιβράδυνση της αύξησης του μέσου όρου ζωής μας. Επομένως, αν αυτή η αύξηση της νοσηρότητας συνεχιστεί, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αύξηση των πιθανοτήτων θανάτων στις μεγάλες ηλικίες και κατ’ επέκταση στη μείωση του προσδόκιμου ζωής μας (φαινόμενο μοναδικό στη μεταπολεμική ιστορία των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, αν εξαιρέσουμε τις χώρες που πέρασαν «βίαια» από την ελεγχόμενη οικονομία στην οικονομία της αγοράς τη δεκαετία του ’90).

Το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα έχει επισημανθεί εδώ και δεκαετίες. Θεωρείτε ότι η πολιτεία το έλαβε υπ’ όψιν και ότι ενήργησε για την αναστροφή του;

Το δημογραφικό «πρόβλημα» ναι μεν άρχισε να συζητείται την τελευταία εικοσιπενταετία, ωστόσο στην πράξη ελάχιστα μέτρα ελήφθησαν. Τα όποια «μέτρα», που περιορίστηκαν κυρίως στην επιδοματική ενίσχυση των οικογενειών με τέσσερα και περισσότερα παιδιά και στην πρόωρη συνταξιοδότηση των εργαζόμενων γυναικών με ανήλικο παιδί στον δημόσιο και διευρυμένο δημόσιο τομέα, δεν είχαν αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, στη χώρα μας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας με τις ίδιες δημογραφικές τάσεις, δεν υπήρξε και δεν υπάρχει α) σε επίπεδο κυβέρνησης και κεντρικής διοίκησης επιτελική δομή για την παρακολούθηση των εξελίξεων και τη λήψη εγκαίρως συντονισμένων μέτρων και β) ερευνητική δομή για τη μελέτη των πληθυσμιακών-δημογραφικών εξελίξεων και τη διατύπωση προτάσεων.

Τι μπορεί να γίνει για να αναστραφεί αυτή η εικόνα;

Η δημογραφική γήρανση εκ των «άνω», δηλαδή αυτή που οφείλεται στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής μας δεν είναι δυνατόν να ανακοπεί, καθώς όλοι θέλουμε να ζήσουμε περισσότερα χρόνια και μέχρι στιγμής, με τη βοήθεια κυρίως της ιατρικής, το έχουμε επιτύχει. Όπως όμως το πλήθος και το ποσοστό των ηλικιωμένων θα συνεχίσει να αυξάνεται, θα αυξάνονται και οι θάνατοι, με αποτέλεσμα, εάν δεν αυξηθεί σημαντικά η γονιμότητα (και οι γεννήσεις) και το ισοζύγιο είσοδοι-έξοδοι συνεχίσει να είναι αρνητικό, τόσο ο συνολικός πληθυσμός μας όσο και αυτός των άνω των 65 ετών θα μειώνεται. Άρα οι όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μετανάστευση και στη γονιμότητα.
Θα πρέπει επομένως: α) να ανακοπεί η μετανάστευση κυρίως των νέων Ελλήνων και να γίνει η χώρα μας πιο «ελκυστική» για νέους μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι επιθυμούν να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν σε αυτήν (και όχι να διαμείνουν «καταναγκαστικά» σε αυτήν). Τα προαναφερθέντα προφανώς συνδέονται με την άρδην αλλαγή της οικονομικής κατάστασης και υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης και ανάπτυξης (οι δύο όροι δεν ταυτίζονται). β) Να αυξηθεί η γονιμότητα (και προοδευτικά και οι γεννήσεις). Στην Ελλάδα το μοντέλο του ζευγαριού με περιορισμένο αριθμό παιδιών έχει πλέον επικρατήσει, οι στάσεις και οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει, οι νεότεροι έχουν υιοθετήσει διαφορετικές συμπεριφορές από αυτές των γονιών τους και οι αλλαγές αυτές οδηγούν και στη συρρίκνωση και προοδευτική εξαφάνιση των πολύτεκνων οικογενειών (πάνω από τρία παιδιά). Έτσι, στον βαθμό που οι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί παράγοντες εξελίσσονται, ακολουθώντας αργές συγκλίνουσες πορείες στον ευρωπαϊκό χώρο, οι δημογραφικές μας συμπεριφορές δεν αποκλίνουν πλέον σημαντικά από αυτές της πλειοψηφίας των αναπτυγμένων χωρών, στον βαθμό που εγγράφονται στο πλαίσιο ενός νέου τύπου οικογένειας (οικογένειας-προνομιακού χώρου για την πραγμάτωση μιας στο έπακρο απαιτητικής «ευτυχίας»). Η νόρμα τοποθετείται πλέον γύρω από τα δύο παιδιά για την πλειοψηφία των νέων και η υλοποίηση του στόχου αυτού με τα διαθέσιμα πλέον αντισυλληπτικά μέσα είναι εφικτή, ενώ ταυτόχρονα η απόκτηση παιδιών για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού μας καθίσταται σήμερα, με την υφιστάμενη κρίση (ανεργία, πτώση των εισοδημάτων και κυρίως αβεβαιότητα για το μέλλον), προβληματική.
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η όποια αλλαγή των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών, η οποία απαιτεί βάθος χρόνου και ενεργές τομεακές πολιτικές, προϋποθέτει την πλήρωση δύο συνθηκών: αφενός μεν την προοδευτική αλλαγή των κυρίαρχων αξιών και την αντικατάστασή τους από αξίες που, εκτός των άλλων, «ευνοούν» περισσότερο την τεκνογονία, αφετέρου δε, και κυρίως, τη δημιουργία ενός γενικότερου περιβάλλοντος και τη λήψη ειδικών μέτρων (και όχι επιδοματικού χαρακτήρα) που να επιτρέπουν την υλοποίηση του επιθυμητού μεγέθους οικογένειας. Οι δύο όμως αυτές συνθήκες –ιδιαίτερα δε η πρώτη– δεν πληρούνται προς το παρόν (και δεν διαθέτουμε ενδείξεις για τη μελλοντική τους πλήρωση).
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής και του κράτους-πρόνοιας, δεν πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα που να διευκολύνουν τα νέα ζευγάρια να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν. Στον βαθμό όμως που η εξέλιξη της πορείας της γονιμότητας, τόσο στη χώρα μας όσο και στην πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών της ηπείρου μας, συνδέεται με βαθύτατα ριζωμένους στις δυτικές αναπτυγμένες κοινωνίες μηχανισμούς και αξίες, τα όποια μέτρα (μέτρα που επιπλέον είναι εξαιρετικά δύσκολο να ληφθούν σε μια περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης) δεν πρόκειται να αυξήσουν άμεσα σημαντικά τη γονιμότητα και τον αριθμό των γεννήσεων (πόσο μάλλον που ο αριθμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία θα μειωθεί σίγουρα μέχρι το 2035). Έτσι, κατά τη γνώμη μου, αφενός μεν θα ήταν πλέον ρεαλιστικό να οργανωθούμε και να «προγραμματίσουμε» την πορεία μας βραχυπρόθεσμα με βάση τις υπάρχουσες δημογραφικές πραγματικότητες, αφετέρου δε να λάβουμε άμεσα και προοδευτικά μέτρα που θα αποδώσουν μεσοπρόθεσμα, αυξάνοντας τη γονιμότητα των ζευγαριών που γεννήθηκαν μετά το 1990 γύρω στα 1,8-2 παιδιά ανά γυναίκα (και τις γεννήσεις μετά το 2030 σε πάνω από 110.000 ανά έτος έναντι περίπου 92.000 ετησίως την τρέχουσα δεκαετία).

Ποιος θεωρείτε ότι θα μπορούσε να είναι ο ρόλος των προσφύγων και των μεταναστών στη δημογραφική ανανέωση των αναπτυγμένων χωρών και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Η είσοδος και εγκατάσταση αλλοδαπών (προσφύγων και μεταναστών) μπορεί βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα να αναχαιτίσει/επιβραδύνει τη μείωση του πληθυσμού (ειδικότερα δε του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας) και τη γήρανσή του, καθώς ηλικιακά είναι πολύ νεότεροι από τους «γηγενείς». Όμως α) και αυτοί προοδευτικά γηράσκουν και θα πρέπει να «αντικατασταθούν» από νεότερους, β) η αυξημένη αρχικά γονιμότητά τους προοδευτικά μειώνεται και στο τέλος ελάχιστα διαφοροποιείται από αυτήν των «γηγενών» και γ) αν δεν αυξηθεί η υφιστάμενη γονιμότητα, θα πρέπει διαρκώς να προσφεύγουμε σε αυτούς, με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο πληθυσμός τους και το ειδικό τους βάρος, γεγονός που δημιουργεί και θα συνεχίσει να δημιουργεί εντάσεις (πόσο μάλλον όταν τα μέτρα για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική τους ενσωμάτωση είναι ελλιπή και τα πολιτισμικά τους πρότυπα δεν τη διευκολύνουν).

Αφροδίτη Παπακαλού

ΠΗΓΗ: FREE SUNDAY (21.05.2017)