Posts Tagged ‘μείωση πληθυσμού’

Σ. Ζαχαράκη στο “Π”: Δημογραφικό, μια μάχη για όλους μας!

7 Νοεμβρίου 2023

Της ΣΟΦΙΑΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗ Υπουργού Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Βουλευτή ΝΔ Α’ Ανατολικής Αττικής

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της χώρας μας και ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση είναι το Δημογραφικό. Μια πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουν πάρα πολλά κράτη, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς.

Στην Ιαπωνία, στο Χονγκ Κονγκ, στη Σιγκαπούρη η γονιμότητα δεν ξεπερνά το 1,3 παιδιά / γυναίκα, ενώ στη Νότια Κορέα έχει πέσει κάτω από το 1 παιδί / γυναίκα – επίπεδα που δεν μπορούσε κάποιος να φανταστεί μερικά χρόνια πριν. Εκεί που η Ελλάδα διαφοροποιείται από άλλες χώρες είναι στο χρονοδιάγραμμα. Σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η μείωση της γονιμότητας στην Ελλάδα σημειώθηκε με υστέρηση δύο σχεδόν δεκαετιών, συντελέστηκε όμως με μεγαλύτερη ταχύτητα και έπεσε σε χαμηλότερα επίπεδα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η χώρα μας καταγράφει από τα χαμηλότερα επίπεδα γονιμότητας παγκοσμίως. Σε αυτήν την παρατεταμένα χαμηλή γονιμότητα οφείλεται η μείωση του πληθυσμού της χώρας και η ταχύτατη γήρανσή της, που κάνουν τη δημογραφική κατάσταση της Ελλάδας δυσμενέστερη από ό,τι αλλού. Μη λησμονούμε ότι οι τάσεις που καταγράφηκαν γύρω στο 1980 όσον αφορά τη μείωση των γεννήσεων (από τότε έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα) καταγράφονται ως αποτέλεσμα τώρα.

Αυτή η πληθυσμιακή υποχώρηση δεν εκδηλώνεται ισομερώς στην επικράτεια, έχει εξάρσεις σε συγκεκριμένες περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκούν μόνο εθνικές στρατηγικές, αλλά απαιτούνται και συγκεκριμένες τοπικές πρόνοιες, με τη συνολική, πάντως, δημογραφική κατάρρευση να καθίσταται κυριολεκτικά ένα υπαρξιακό στοίχημα για το μέλλον μας.

Όλα τα παραπάνω δεν αφήνουν περιθώρια παρατήρησης μιας εξέλιξης και απλών διαπιστώσεων. Και ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που αποφάσισε τη σύσταση γενικής γραμματείας με διακριτή αρμοδιότητα την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος στο νεοσυσταθέν υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Δείγμα της αποφασιστικότητας του πρωθυπουργού να δράσει τώρα με στόχο.

Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του πρωθυπουργού, πρόκειται να παρουσιάσουμε, στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2024, ένα λεπτομερές και στοχευμένο εθνικό σχέδιο για το Δημογραφικό. Οι άξονες θα καλύπτουν την εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, το στεγαστικό θέμα, τη μακροχρόνια φροντίδα, την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, την ισόρροπη ανάπτυξη όλης της χώρας αλλά και την ενίσχυση των ζευγαριών με τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφάλειας και αισιοδοξίας, ώστε να κάνουν τον οικογενειακό προγραμματισμό τους.

Και βέβαια δεν ξεκινάμε από το μηδέν.

Τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια αυξήσαμε το αφορολόγητο για νοικοκυριά με παιδιά. Αυτό μεγαλώνει ξανά τώρα κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί. Παράλληλα, μια από τις πρώτες αποφάσεις μας, το 2019, ήταν να χορηγήσουμε ένα εφάπαξ επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε νέα γέννηση στην πατρίδα μας. Και ήδη αιχμή των αυξημένων μισθών στο Δημόσιο από 1/1/2024 είναι η οικογένεια, την οποία στηρίζουμε με πρόσθετες μισθολογικές αυξήσεις, ενώ όλα τα βρεφικά και παιδικά είδη έχουν από καιρό μεταφερθεί στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ. Έχει αναδιαμορφωθεί ριζικά το πλαίσιο των γονικών αδειών. Αυτές έχουν επεκταθεί πλέον στον πατέρα, έχουν αυξηθεί χρονικά στους εννέα μήνες, από τους έξι, με σημαντική αύξηση των επιδομάτων που τις συνοδεύουν.

Ενισχύεται ο πιλοτικός θεσμός των «Νταντάδων της Γειτονιάς», με αύξηση voucher που φτάνει στα 500 ευρώ τον μήνα για κάθε παιδί, δείχνοντας την προσήλωσή μας στον στόχο της ισότητας και της εναρμόνισης της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής. Αλλά και στη στεγαστική πολιτική ξεκινήσαμε μια ουσιαστική παρέμβαση σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, την εφαρμογή μιας δέσμης μέτρων με συνολικό προϋπολογισμό 2,2 δισ. ευρώ, για να μπορέσουμε να ενδυναμώσουμε κυρίως τους νέους μας μέσω της εύρεσης στέγης, έτσι ώστε να αναπτύξουν με μεγαλύτερη αυτονομία το πλάνο ζωής τους.

Αναφέρω ενδεικτικά το πρόγραμμα «Σπίτι μου», τον προϋπολογισμό του οποίου διπλασιάσαμε στο 1 δισ. ευρώ και διευρύναμε τα κριτήρια των διαμερισμάτων με ειδικές διατάξεις, ώστε να αυξήσουμε τα επιλέξιμα σπίτια, ενώ 860 δάνεια έχουν ήδη εκταμιευθεί, συνολικού ποσού 84 εκατ. ευρώ. Ακόμα, με το πρόγραμμα «Κάλυψη» επιδιώκεται η αξιοποίηση του υφιστάμενου αποθέματος διαμερισμάτων του προγράμματος «ΕΣΤΙΑ» για την υλοποίηση προγράμματος κοινωνικής κατοικίας.

Στόχος είναι η διάθεση τουλάχιστον 1.000 ιδιωτικών κατοικιών ως κοινωνικές κατοικίες σε νέους ηλικίας 25 – 39 ετών, δικαιούχους του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, χωρίς ιδιόκτητη πρώτη κατοικία. Ένα πρόγραμμα που τρέχουμε είναι το «Στέγαση και Εργασία για τους Αστέγους», το οποίο παρέχει επιδότηση ενοικίου στους ωφελούμενους για δύο χρόνια, κάλυψη βασικών δαπανών για οικοσκευές, πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ και επιδότηση του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών για έναν χρόνο για εξεύρεση εργασίας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή για τη δημιουργία επιχείρησης. Δύο ακόμα προγράμματα για την υλοποίηση των οποίων θέτουμε τις βάσεις στο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας είναι το «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» και το «Κοινωνική Αντιπαροχή». Θέλουμε να δώσουμε ελπίδα και ασφάλεια στους πολίτες, ιδίως στους νέους και σε όσους μας έχουν περισσότερο ανάγκη.

Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, ούτε υπάρχουν επιλογές οι οποίες μπορούν να φέρουν γρήγορα αποτελέσματα. Το Δημογραφικό συνεπάγεται μια πολύχρονη προσπάθεια. Και, βεβαίως, προϋποθέτει και έχει πολλούς συμμάχους.

Πηγή: Το Παρόν της Κυριακής (05.11.2023)

Η Ευρώπη ξεμένει από εργατικά χέρια

12 Ιουνίου 2023

Το δημογραφικό εξελίσσεται στο μεγαλύτερο πρόβλημα για την οικονομική ανάπτυξη

Για πολλούς ειδικούς είναι η «πυρηνική απειλή» κατά της Ευρώπης, της Γηραιάς Ηπείρου που γίνεται όλο και πιο γηραιά καθώς οι γεννήσεις μειώνονται, η μερίδα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μικραίνει και μαζί του μειώνεται το εργατικό δυναμικό που στηρίζει την παραγωγή της και την ανάπτυξή της.

Το αποτέλεσμα είναι να μένουν κενές όλο και περισσότερες θέσεις εργασίας με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την παραγωγή, την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Χαίνουσα πληγή των ανεπτυγμένων οικονομικών, το δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης τείνει να απειλήσει την ευημερία της ατμομηχανής της Ευρώπης, της Γερμανίας, αλλά και των άλλων ισχυρών οικονομιών του ευρωπαϊκού Βορρά, ενώ δεν λείπει από τις υπόλοιπες χώρες-μέλη της Ε.Ε. συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.

Μέσα στην εβδομάδα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πορίσματα έρευνας που προαναγγέλλουν κάμψη της παραγωγικής μηχανής και της ανάπτυξης της Γερμανίας ως συνεπακόλουθο της μείωσης του εργατικού δυναμικού της. Είχαν προηγηθεί λίγες ημέρες νωρίτερα τα στοιχεία που φέρουν τη γερμανική οικονομία σε ύφεση, αλλά κατά κύριο λόγο εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης που έπληξε τις βιομηχανίες. Εν προκειμένω, όμως, προκύπτει πως με τις τάσεις που επικρατούν σήμερα μέσα στην επόμενη δεκαετία η προσφορά εργατικού δυναμικού στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα μειωθεί κατά 3 εκατ. άτομα, δηλαδή το 7% του σημερινού συνόλου. Εκτός βέβαια και αν οι ελλείψεις καλυφθούν με την ένταξη όλο και περισσότερων μεταναστών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας. Σύμφωνα με τις έως τώρα εκτιμήσεις και μόνον για να διατηρηθεί στην τρέχουσα κατάσταση η Γερμανία χρειάζεται τουλάχιστον 400.000 νέους εργαζομένους ετησίως και οι ελλείψεις αφορούν όχι μόνον το προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης αλλά και τις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Από σχετική δημοσκόπηση του ινστιτούτου Ifo προκύπτει πως το 87% των οικογενειακών επιχειρήσεων της Γερμανίας πλήττεται ήδη από την έλλειψη προσωπικού.

Και μόνον για να διατηρηθεί στην τρέχουσα κατάσταση η Γερμανία χρειάζεται τουλάχιστον 400.000 νέους εργαζομένους ετησίως.

Την ίδια στιγμή, στη δεύτερη οικονομία της Ευρώπης, τη Γαλλία, πρόσφατη έρευνα μεγάλης ένωσης επιχειρήσεων, της CPME, διαπιστώνει πως το 94% των γαλλικών επιχειρήσεων δυσκολεύεται να βρει το κατάλληλο προσωπικό αλλά και γενικώς να βρει προσωπικό. Ακόμη και στην Ισπανία, όπου η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, 12,6% των επιχειρήσεων δηλώνουν πως κυριολεκτικά αγωνίζονται για να εξασφαλίσουν το απαιτούμενο προσωπικό και βέβαια το πρόβλημα δεν αφορά μόνον τους κλάδους υψηλής εξειδίκευσης αλλά και πολύ απλούστερους τομείς, όπως τον τουρισμό, τη γαστρονομία και τον κλάδο των κατασκευαστικών.

Ανάλογη είναι η εικόνα και στην Αυστρία με το υπουργείο Κοινωνικής Πολιτικής και Υγείας να μιλάει για «περισσότερες από 250.000 θέσεις εργασίας που παραμένουν κενές και ελλείψεις προσωπικού κυριολεκτικά παντού».

Σύμφωνα με έρευνες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Κομισιόν, στην Αυστρία το 4,6% των θέσεων εργασίας παραμένουν κενές εξαιτίας έλλειψης προσωπικού, το αντίστοιχο ποσοστό στο Βέλγιο και στην Ολλανδία ανέρχεται στο 4,5% και στο 4,4% στη Γερμανία. Στο σύνολο της Ευρωζώνης, άλλωστε, οι κενές θέσεις εργασίας αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 3% του συνόλου. Και τα στοιχεία προοιωνίζονται επιδείνωση στο μέλλον.

Ανω των 65 ετών ένας στους τρεις έως το 2050

Η Ευρώπη γερνάει και γερνάει ταχύτατα. Οχι μόνον μειώνονται οι γεννήσεις αλλά οι άνθρωποι ζουν περισσότερο και αυξάνεται διαρκώς το προσδόκιμο ζωής. Σύμφωνα με στοιχεία από έρευνες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Κομισιόν, ο πληθυσμός της Ε.Ε. αναμένεται να κορυφωθεί μέσα στη δεκαετία του 2040 φτάνοντας στα 526 εκατ. άτομα. Στη συνέχεια, θα αρχίσει να μειώνεται και στα τέλη του αιώνα θα είναι μικρότερος κατά 30 εκατ. άτομα. Με τις έως τώρα μετρήσεις αναμένεται πως στα μέσα του αιώνα μας το 1/3 των Ευρωπαίων θα είναι άνω των 65 ετών. Εν ολίγοις θα έχει σημαντικά αυξηθεί η μερίδα των ατόμων τρίτης ηλικίας που σήμερα αντιπροσωπεύουν μόνον το 20% του συνόλου. 

Κάπου μέσα στη δεκαετία του 2080, επίσης, αναμένεται πως θα αντιστοιχούν μόνον πέντε άνθρωποι οικονομικά παραγωγικής ηλικίας σε κάθε τέσσερις ανηλίκους ή υπερηλίκους που θα εξαρτώνται από αυτούς. Αναμφίβολα αυτές οι αναμενόμενες εξελίξεις θα αποβούν επιζήμιες καθώς θα επιβαρύνουν τα ασφαλιστικά ταμεία, τον τομέα της υγείας, την κοινωνική συνοχή, τα δημόσια οικονομικά, τα επίπεδα χρέους των χωρών, την οικονομική ανάπτυξη και με λίγα λόγια την ευημερία των ευρωπαϊκών λαών. Και την ίδια στιγμή, αυξάνονται ταχύτατα οι πληθυσμοί των χωρών της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, με αποτέλεσμα να μειώνεται διαρκώς η μερίδα της Ευρώπης στον παγκόσμιο πληθυσμό: από 12% που ήταν τη δεκαετία του 1960 έχει περιορισθεί στο 6% σήμερα και υπολογίζεται πως στο τέλος του αιώνα δεν θα υπερβαίνει το 4%.

Ενα από τα οξύτερα δημογραφικά προβλήματα της Ευρώπης αντιμετωπίζει η Ιταλία, και δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση της ακροδεξιάς Τζόρτζια Μελόνι το έχει θέσει σε προτεραιότητα δίνοντας κίνητρα στις γυναίκες για να αποκτήσουν παιδιά υποσχόμενη φοροαπαλλαγές και επιδόματα. Αλλωστε το κόμμα της εξελέγη με το σύνθημα «Θεός, Πατρίδα, Οικογένεια» που παραπέμπει σε ακροδεξιά στερεότυπα και μάλλον προκαλεί δυσάρεστους συνειρμούς. 

Υπογραμμίζει, ωστόσο, το πρόβλημα της γειτονικής χώρας που αποτελεί και αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Ερευνες της ιταλικής στατιστικής υπηρεσίας, Istat, προβλέπουν ότι ο πληθυσμός που σήμερα ανέρχεται σε 59 εκατ. άτομα θα μειωθεί στα 48 εκατ. μέχρι το 2070 με μέση ηλικία τα 50 χρόνια, κάτι που αναμένεται να επιβαρύνει σημαντικά τη γειτονική χώρα και το δυσθεώρητο χρέος της.

Η Πορτογαλία στρέφεται στις πρώην αποικίες της, ελλείψεις και στην Πολωνία

Πολλοί οικονομολόγοι αποδίδουν τις ελλείψεις της αγοράς εργασίας όχι μόνον στη γήρανση του πληθυσμού αλλά και στις παρενέργειες της πανδημίας. Αναμφίβολα έχει μεσολαβήσει και στην Ευρώπη η λεγόμενη «μεγάλη παραίτηση» που κατεγράφη στη διάρκεια των πρώτων κυμάτων της πανδημίας, όταν εργαζόμενοι σε διάφορους κλάδους εγκατέλειπαν συλλήβδην την εργασία τους. Το έκαναν άλλοτε με την πρόθεση να αναζητήσουν καλύτερη τύχη σε άλλο κλάδο, αλλά συχνά και με την πρόθεση να μην εργαστούν ξανά. Σύμφωνα με έρευνα της businesseurope, στην Ε.Ε. είναι πολύ έντονο το φαινόμενο της λεγόμενης αδράνειας, των ανθρώπων που είναι σε παραγωγική ηλικία αλλά ούτε εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία: σε Ελλάδα, Ρουμανία, Κροατία και Βέλγιο καταγράφονται αρκετά υψηλά ποσοστά αυτής της κατηγορίας, άνω του 30%, ενώ στην Ιταλία το ποσοστό της αδράνειας υπερβαίνει το 37%.

Παράλληλα, ο Γκέρχαρντ Χίμερ, στέλεχος της Ενωσης Ευρωπαϊκών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων SMEUnited, τονίζει πως «βλέπουμε ότι οι περισσότεροι Ανατολικοευρωπαίοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους στη διάρκεια της πανδημίας και έχουν αποφασίσει να μην επιστρέψουν στις δυτικές οικονομίες προς το παρόν τουλάχιστον». Ομως το πρόβλημα των ελλείψεων προσωπικού πλήττει εξίσου και τις οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης στις οποίες έχουν επιστρέψει τα εργατικά χέρια. Από έρευνες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προκύπτει πως στην Πολωνία, για παράδειγμα, όπου η ανεργία βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 32 ετών, πάνω από το 50% των επιχειρήσεων εκφράζει έντονη ανησυχία για τις ελλείψεις προσωπικού. Οι ελλείψεις είναι περισσότερο αισθητές στον κλάδο των κατασκευαστικών που επλήγη από τη μαζική έξοδο Ουκρανών εργατών, οι οποίοι εργάζονταν στην Πολωνία αλλά έφυγαν για να υπερασπιστούν τη χώρα τους μετά την εισβολή της Ρωσίας.

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ειδικότερα στις χώρες της Βαλκανικής, σε Ρουμανία, Βουλγαρία και Αλβανία η μετανάστευση συνεχίζεται αν και με κάπως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι βιομηχανίες αυτών των χωρών πάσχουν από σοβαρότατες ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού, καθώς σημαντικός αριθμός όσων έχουν υψηλή εξειδίκευση μεταναστεύουν σε άλλες χώρες αναζητώντας καλύτερη δουλειά και καλύτερους όρους. 

Πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Κατάρτισης κατέδειξε ότι περίπου το 40% των Αλβανών με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Σε ορισμένες από τις χώρες αυτές οι επιχειρήσεις αντιδρούν όπως ακριβώς και στις ιδιαίτερα ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως στις ΗΠΑ για παράδειγμα, προσφέροντας υψηλούς μισθούς και οικονομικά ή άλλα κίνητρα. Στη Σλοβενία, το 64% των επιχειρήσεων προσφέρει υψηλότερους μισθούς και καλές συνθήκες εργασίας για να προσελκύσει προσωπικό.

Κι ενώ το μεταναστευτικό ζήτημα προβληματίζει, διχάζει και ανησυχεί πολιτικούς και κοινή γνώμη στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες βλέπουν σε αυτό τη λύση στην υπογεννητικότητα και στα κενά της αγοράς εργασίας. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, χαλάρωσε τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση βίζας στους πολίτες των άλλοτε αποικιών της, δηλαδή της Βραζιλίας, της Ανγκόλας και της Μοζαμβίκης. Η Ισπανία ψήφισε νόμο που διευκολύνει την πρόσληψη εργαζομένων από τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε. και η Σλοβενία έχει από την αρχή του χρόνου εκδώσει ρεκόρ αδειών παραμονής σε ξένους. Η Γερμανία έχει προ πολλού στραφεί στους ξένους χαλαρώνοντας τη νομοθεσία της, αλλά έχει την εμπειρία που αποτύπωσε η πρώην καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, όταν δήλωσε ότι «το πολυπολιτισμικό μοντέλο απέτυχε». 

Η Ιταλία

Δεδομένου του οξύτατου δημογραφικού προβλήματος της Ιταλίας, η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι τόνισε προ ημερών ότι η κυβέρνησή της «έχει θέσει την αύξηση των γεννήσεων και την οικογένεια σε απόλυτη προτεραιότητα, για τον απλούστατο λόγο ότι θέλει να έχει και πάλι μέλλον η Ιταλία». 

Η Γερμανία

Σχολιάζοντας έκθεση που φέρει το εργατικό δυναμικό της Γερμανίας η αναπτυξιακή τράπεζα KfW επισήμανε μέσα στην εβδομάδα ότι «τρίζουν τα θεμέλια της ευημερίας» της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας. Ευημερία που στηριζόταν μέχρι σήμερα στο άφθονο εργατικό δυναμικό.

To ΔΝΤ

Καταγράφοντας τα προβλήματα υπογεννητικότητας και γήρανσης των ευρωπαϊκών πληθυσμών,  το ΔΝΤ σχολίασε προσφάτως πως «υπάρχει ήδη καταγεγραμμένη η γήρανση του πληθυσμού και θα εξακολουθήσει να επιταχύνεται μέσα στα επόμενα χρόνια», όπως και τα προβλήματα που δημιουργεί.

Πηγή: Η Καθημερινή (12.06.2023)

Μείωση πληθυσμού μέχρι 1.265.000 άτομα στα τέλη του 2034

7 Ιουλίου 2017

 

Προς μεγάλη αύξηση της ψαλίδας μεταξύ θανάτων και γεννήσεων τα επόμενα 20 χρόνια βαδίζει η Ελλάδα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Μάλιστα, το φυσικό ισοζύγιο μέχρι τα τέλη του 2034 θα είναι ιδιαίτερα αρνητικό, και θα κινηθεί σε επίπεδα μείωσης+ από 842.000 μέχρι και 1.265.000 άτομα! Αρα, υπολογίζεται μεγάλη μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα, η οποία μπορεί να περιοριστεί στον βαθμό που το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι θετικότατο.

Την Πρωτοχρονιά του 2016 καταγράφηκε πρώτη φορά έπειτα από πολλές δεκαετίες μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας, αφού τότε υπολογίστηκε σε 10.784.000 άτομα, μειωμένος από τα 10.858.000 του προηγούμενου έτους. «Ξεκίνησε από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας και οφείλεται στον συνδυασμό δύο ισοζυγίων (γεννήσεις – θάνατοι) και (είσοδοι – έξοδοι). Τα ισοζύγια αυτά έχουν σταθερά μετά το 2010 αρνητικό πρόσημο και ως εκ τούτου ο πληθυσμός μειώνεται», λέει στην «Κ» ο κ. Βύρωνας Κοτζαμάνης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και επιστημονικά υπεύθυνος του Εργαστηρίου. Το χειρότερο είναι πως η τάση μείωσης, ειδικά όσον αφορά το φυσικό ισοζύγιο, θα συνεχιστεί και θα ενταθεί την επόμενη 20ετία.

«Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή είναι κάτι προδιαγεγραμμένο. Οι γυναίκες που θα τεκνοποιήσουν τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 2034, έχουν ήδη γεννηθεί και ο αριθμός τους είναι συγκεκριμένος. Επίσης, η ένταση της γονιμότητας και η ηλικία τεκνοποίησης είναι λίγο πολύ δεδομένα, δεν αναμένονται μεγάλες αλλαγές τα επόμενα χρόνια. Επίσης, δεδομένος είναι και ο αριθμός των ηλικιωμένων», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης. «Η δημογραφία έχει αδράνεια, οι τάσεις δεν αλλάζουν εύκολα. Δυστυχώς, όποια μέτρα κι αν παρθούν δεν θα αποδώσουν γρήγορα και ελάχιστα θα επηρεάσουν τις τάσεις που καταγράφουμε», τονίζει.

Το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις – θάνατοι) στην Ελλάδα την 20ετία 1995 – 2014 ήταν ισορροπημένο, δηλαδή σημειώθηκαν 2,1 εκατομμύρια γεννήσεις και 2,1 εκατομμύρια θάνατοι. Η αύξηση του πληθυσμού προήλθε από το θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, δηλαδή από την είσοδο μεταναστών στη χώρα. Η εκτίμηση του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων για την 20ετία 2015 – 2034 είναι πως οι γεννήσεις θα κινηθούν μεταξύ 1,4 – 1,7 εκατομμυρίων και οι θάνατοι θα φτάσουν στα 2,5 – 2,7 εκατομμύρια. Αρα προκύπτει αρνητικό φυσικό ισοζύγιο από 842.000 έως 1.265.000 άτομα.

Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται κατ’ αρχάς στον μειωμένο αριθμό γυναικών 20 – 44 ετών, που είναι η βασική αναπαραγωγική ηλικία. Το 2015 η κατηγορία αυτή μετρούσε 1.781.200 άτομα, όταν το 1995 υπήρχαν 1.894.400 γυναίκες 20 – 44 ετών και το 2010 1.962.100. Στον αντίποδα τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών έχουν πενταπλασιαστεί μεταξύ 1951 – 2015, ενώ η ποσοστιαία συμμετοχή τους έχει αυξηθεί από 6,8% σε 20,9%! Αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση του μεριδίου των άνω των 85 ετών: από 0,4% το 1951, σε 2,8% το 2015. Ο αριθμός τους έχει δεκαπλασιαστεί στην περίοδο αυτή!

Την ίδια ώρα οι νέοι άνθρωποι στην Ελλάδα μειώνονται όλο και περισσότερο. Για παράδειγμα, το 1961 το 26,2% του πληθυσμού ήταν κάτω των 14 ετών. Το 2014, μόλις το 14,7% ήταν κάτω των 14 ετών.

Τα προηγούμενα χρόνια έπαιξε θετικό ρόλο στην πορεία του πληθυσμού η παρουσία των μεταναστών στην Ελλάδα. «Στη 12ετία 2004 – 2015, οι αλλοδαποί είχαν το 1,45% των θανάτων και το 16,66% των γεννήσεων. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα γεννήθηκαν 212.085 παιδιά αλλοδαπών και πέθαναν 19.141 αλλοδαποί», υπογραμμίζει ο κ. Κοτζαμάνης. Ενα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, με είσοδο μεταναστών στη χώρα αλλά και με επιστροφή Ελλήνων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, μπορεί να περιορίσει το εύρος του αρνητικού ισοζυγίου γεννήσεων – θανάτων.

Γιάννης Ελαφρός

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 

Βύρων Κοτζαμάνης: «Στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται»

22 Μαΐου 2017

O καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης

«Συναγερμό» για το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας σημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης. Παράλληλα, καταθέτει σειρά προτάσεων για την ανάσχεση του φαινομένου που οδηγεί σε γερασμένο και μικρότερο πληθυσμό της χώρας.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας.

Η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας με τη δημιουργία δύο μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) και η εγκατάλειψη του ύπαιθρου χώρου.
Η εμφάνιση μετά το 2010 ενός νέου κύματος φυγής στο εξωτερικό νέων Ελλήνων αναπαραγωγικής ηλικίας (25-45 ετών) που δεν αναμένεται να ανακοπεί μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας.
Η εξαιρετικά χαμηλή γονιμότητα και ο άκρως περιορισμένος αριθμός των γεννήσεων (γύρω στις 90.000 ανά έτος) σε συνδυασμό με τον υψηλό αριθμό των θανάτων (γύρω στους 120.000 ετησίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού μας), που έχουν ως αποτέλεσμα ένα αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, τάση που σίγουρα δεν πρόκειται να αναστραφεί μέχρι το 2030-2035.
Η δημογραφική γήρανση (δηλαδή η αύξηση του ποσοστού των άνω των 65 ετών και ακόμη περισσότερο η αύξηση του ποσοστού των άνω των 85 ετών), τάση η οποία επίσης δεν πρόκειται να ανακοπεί τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Η μείωση του συνολικού πληθυσμού, η οποία έχει αρχίσει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και δεν πρόκειται να ανακοπεί επίσης μέχρι το 2035 και η οποία οδηγεί και στη μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-65 ετών) και προφανώς και σε αυτήν του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Πού αποδίδετε εσείς το γεγονός ότι οι Έλληνες γινόμαστε λιγότεροι και γεροντότεροι;

Η μείωση του πληθυσμού μας οφείλεται στο ότι τα δύο ισοζύγια (γεννήσεις – θάνατοι/ είσοδοι στη χώρα μας – έξοδοι από αυτήν) είναι πλέον αρνητικά (και θα παραμείνουν αρνητικά και τις επόμενες δύο δεκαετίες). Η δημογραφική γήρανση οφείλεται αφενός μεν στον μειωμένο (σε σχέση με την περίοδο 1950-1980) αριθμό των γεννήσεων τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (γήρανση εκ των «κάτω»), αφετέρου δε στην αύξηση του μέσου όρου ζωής μας (γήρανση εκ των «άνω»), καθώς τα τελευταία 65 χρόνια έχουμε κερδίσει πάνω από 10 χρόνια ζωής (ζούμε δηλαδή πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι γονείς μας και προφανώς και οι παππούδες μας, και επομένως, αφού δεν πεθαίνουμε πλέον στα 68 μας αλλά στα 80 μας, «φορτώνεται» συνεχώς η ηλικιακή ομάδα 65 και άνω).

Κατά την άποψή σας, ποιο είναι το πιο ανησυχητικό από τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας και γιατί;

Η άνιση κατανομή του πληθυσμού μας (υπερσυγκέντρωσή του σε ένα πολύ περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας και εγκατάλειψη του ύπαιθρου χώρου), για την οποία δεν συζητούμε πλέον και πολύ, η σχετικά πρόσφατη μετανάστευση νέων ατόμων (αποτέλεσμα αποκλειστικά της κρίσης), η εξαιρετικά χαμηλή πλέον γονιμότητά μας (οι γυναίκες που γεννήθηκαν λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφεραν στον κόσμο κατά μέσο όρο 2,1 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1960 1,75 και οι νεότερες, δηλαδή αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1980, θα κάνουν πιθανότατα ακόμη λιγότερα: 1,55) και η επιταχυνόμενη γήρανση, καθώς οι άνω των 65 ετών, από 7% το 1951 και 21% του συνολικού πληθυσμού σήμερα, θα αποτελούν το 27%-28% το 2035 και πιθανότατα το 31%-33% το 2050 (οι δε 85 ετών και άνω, από 0,5% του πληθυσμού το 1951, είναι σήμερα το 2,8% και αναμένεται να αποτελούν το 4%-4,5% το 2035 και το 5%-6,5% το 2050).
Τα τρία τελευταία στοιχεία έχουν/θα έχουν ως επίπτωση τη μείωση του πληθυσμού μας (κυρίως δε τη μείωση των ατόμων εργάσιμης ηλικίας) και, αντιθέτως, την αύξηση τόσο του αριθμού όσο και του ποσοστού των ηλικιωμένων και των υπερηλίκων με όλα τα επάγωγα προβλήματα (ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, αύξηση συνολικού κόστους υπηρεσιών υγείας, εθνική άμυνα, ελλείμματα μεσοπρόθεσμα στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, δυσκολίες προσαρμογής στα νέα οικονομικά περιβάλλοντα, συντηρητικοποίηση του εκλογικού σώματος κ.λπ.).

Εκτός από την πληθυσμιακή απομείωση στη χώρα έχετε κάνει και κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με την υγεία του πληθυσμού. Μιλήστε μας γι’ αυτές…

Στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται και επίσης έχει αρχίσει να εμφανίζεται μια σημαντική επιβράδυνση της αύξησης του μέσου όρου ζωής μας. Επομένως, αν αυτή η αύξηση της νοσηρότητας συνεχιστεί, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αύξηση των πιθανοτήτων θανάτων στις μεγάλες ηλικίες και κατ’ επέκταση στη μείωση του προσδόκιμου ζωής μας (φαινόμενο μοναδικό στη μεταπολεμική ιστορία των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, αν εξαιρέσουμε τις χώρες που πέρασαν «βίαια» από την ελεγχόμενη οικονομία στην οικονομία της αγοράς τη δεκαετία του ’90).

Το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα έχει επισημανθεί εδώ και δεκαετίες. Θεωρείτε ότι η πολιτεία το έλαβε υπ’ όψιν και ότι ενήργησε για την αναστροφή του;

Το δημογραφικό «πρόβλημα» ναι μεν άρχισε να συζητείται την τελευταία εικοσιπενταετία, ωστόσο στην πράξη ελάχιστα μέτρα ελήφθησαν. Τα όποια «μέτρα», που περιορίστηκαν κυρίως στην επιδοματική ενίσχυση των οικογενειών με τέσσερα και περισσότερα παιδιά και στην πρόωρη συνταξιοδότηση των εργαζόμενων γυναικών με ανήλικο παιδί στον δημόσιο και διευρυμένο δημόσιο τομέα, δεν είχαν αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, στη χώρα μας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας με τις ίδιες δημογραφικές τάσεις, δεν υπήρξε και δεν υπάρχει α) σε επίπεδο κυβέρνησης και κεντρικής διοίκησης επιτελική δομή για την παρακολούθηση των εξελίξεων και τη λήψη εγκαίρως συντονισμένων μέτρων και β) ερευνητική δομή για τη μελέτη των πληθυσμιακών-δημογραφικών εξελίξεων και τη διατύπωση προτάσεων.

Τι μπορεί να γίνει για να αναστραφεί αυτή η εικόνα;

Η δημογραφική γήρανση εκ των «άνω», δηλαδή αυτή που οφείλεται στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής μας δεν είναι δυνατόν να ανακοπεί, καθώς όλοι θέλουμε να ζήσουμε περισσότερα χρόνια και μέχρι στιγμής, με τη βοήθεια κυρίως της ιατρικής, το έχουμε επιτύχει. Όπως όμως το πλήθος και το ποσοστό των ηλικιωμένων θα συνεχίσει να αυξάνεται, θα αυξάνονται και οι θάνατοι, με αποτέλεσμα, εάν δεν αυξηθεί σημαντικά η γονιμότητα (και οι γεννήσεις) και το ισοζύγιο είσοδοι-έξοδοι συνεχίσει να είναι αρνητικό, τόσο ο συνολικός πληθυσμός μας όσο και αυτός των άνω των 65 ετών θα μειώνεται. Άρα οι όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μετανάστευση και στη γονιμότητα.
Θα πρέπει επομένως: α) να ανακοπεί η μετανάστευση κυρίως των νέων Ελλήνων και να γίνει η χώρα μας πιο «ελκυστική» για νέους μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι επιθυμούν να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν σε αυτήν (και όχι να διαμείνουν «καταναγκαστικά» σε αυτήν). Τα προαναφερθέντα προφανώς συνδέονται με την άρδην αλλαγή της οικονομικής κατάστασης και υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης και ανάπτυξης (οι δύο όροι δεν ταυτίζονται). β) Να αυξηθεί η γονιμότητα (και προοδευτικά και οι γεννήσεις). Στην Ελλάδα το μοντέλο του ζευγαριού με περιορισμένο αριθμό παιδιών έχει πλέον επικρατήσει, οι στάσεις και οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει, οι νεότεροι έχουν υιοθετήσει διαφορετικές συμπεριφορές από αυτές των γονιών τους και οι αλλαγές αυτές οδηγούν και στη συρρίκνωση και προοδευτική εξαφάνιση των πολύτεκνων οικογενειών (πάνω από τρία παιδιά). Έτσι, στον βαθμό που οι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί παράγοντες εξελίσσονται, ακολουθώντας αργές συγκλίνουσες πορείες στον ευρωπαϊκό χώρο, οι δημογραφικές μας συμπεριφορές δεν αποκλίνουν πλέον σημαντικά από αυτές της πλειοψηφίας των αναπτυγμένων χωρών, στον βαθμό που εγγράφονται στο πλαίσιο ενός νέου τύπου οικογένειας (οικογένειας-προνομιακού χώρου για την πραγμάτωση μιας στο έπακρο απαιτητικής «ευτυχίας»). Η νόρμα τοποθετείται πλέον γύρω από τα δύο παιδιά για την πλειοψηφία των νέων και η υλοποίηση του στόχου αυτού με τα διαθέσιμα πλέον αντισυλληπτικά μέσα είναι εφικτή, ενώ ταυτόχρονα η απόκτηση παιδιών για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού μας καθίσταται σήμερα, με την υφιστάμενη κρίση (ανεργία, πτώση των εισοδημάτων και κυρίως αβεβαιότητα για το μέλλον), προβληματική.
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η όποια αλλαγή των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών, η οποία απαιτεί βάθος χρόνου και ενεργές τομεακές πολιτικές, προϋποθέτει την πλήρωση δύο συνθηκών: αφενός μεν την προοδευτική αλλαγή των κυρίαρχων αξιών και την αντικατάστασή τους από αξίες που, εκτός των άλλων, «ευνοούν» περισσότερο την τεκνογονία, αφετέρου δε, και κυρίως, τη δημιουργία ενός γενικότερου περιβάλλοντος και τη λήψη ειδικών μέτρων (και όχι επιδοματικού χαρακτήρα) που να επιτρέπουν την υλοποίηση του επιθυμητού μεγέθους οικογένειας. Οι δύο όμως αυτές συνθήκες –ιδιαίτερα δε η πρώτη– δεν πληρούνται προς το παρόν (και δεν διαθέτουμε ενδείξεις για τη μελλοντική τους πλήρωση).
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής και του κράτους-πρόνοιας, δεν πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα που να διευκολύνουν τα νέα ζευγάρια να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν. Στον βαθμό όμως που η εξέλιξη της πορείας της γονιμότητας, τόσο στη χώρα μας όσο και στην πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών της ηπείρου μας, συνδέεται με βαθύτατα ριζωμένους στις δυτικές αναπτυγμένες κοινωνίες μηχανισμούς και αξίες, τα όποια μέτρα (μέτρα που επιπλέον είναι εξαιρετικά δύσκολο να ληφθούν σε μια περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης) δεν πρόκειται να αυξήσουν άμεσα σημαντικά τη γονιμότητα και τον αριθμό των γεννήσεων (πόσο μάλλον που ο αριθμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία θα μειωθεί σίγουρα μέχρι το 2035). Έτσι, κατά τη γνώμη μου, αφενός μεν θα ήταν πλέον ρεαλιστικό να οργανωθούμε και να «προγραμματίσουμε» την πορεία μας βραχυπρόθεσμα με βάση τις υπάρχουσες δημογραφικές πραγματικότητες, αφετέρου δε να λάβουμε άμεσα και προοδευτικά μέτρα που θα αποδώσουν μεσοπρόθεσμα, αυξάνοντας τη γονιμότητα των ζευγαριών που γεννήθηκαν μετά το 1990 γύρω στα 1,8-2 παιδιά ανά γυναίκα (και τις γεννήσεις μετά το 2030 σε πάνω από 110.000 ανά έτος έναντι περίπου 92.000 ετησίως την τρέχουσα δεκαετία).

Ποιος θεωρείτε ότι θα μπορούσε να είναι ο ρόλος των προσφύγων και των μεταναστών στη δημογραφική ανανέωση των αναπτυγμένων χωρών και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Η είσοδος και εγκατάσταση αλλοδαπών (προσφύγων και μεταναστών) μπορεί βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα να αναχαιτίσει/επιβραδύνει τη μείωση του πληθυσμού (ειδικότερα δε του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας) και τη γήρανσή του, καθώς ηλικιακά είναι πολύ νεότεροι από τους «γηγενείς». Όμως α) και αυτοί προοδευτικά γηράσκουν και θα πρέπει να «αντικατασταθούν» από νεότερους, β) η αυξημένη αρχικά γονιμότητά τους προοδευτικά μειώνεται και στο τέλος ελάχιστα διαφοροποιείται από αυτήν των «γηγενών» και γ) αν δεν αυξηθεί η υφιστάμενη γονιμότητα, θα πρέπει διαρκώς να προσφεύγουμε σε αυτούς, με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο πληθυσμός τους και το ειδικό τους βάρος, γεγονός που δημιουργεί και θα συνεχίσει να δημιουργεί εντάσεις (πόσο μάλλον όταν τα μέτρα για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική τους ενσωμάτωση είναι ελλιπή και τα πολιτισμικά τους πρότυπα δεν τη διευκολύνουν).

Αφροδίτη Παπακαλού

ΠΗΓΗ: FREE SUNDAY (21.05.2017)

Τα Μνημόνια μείωσαν τον πληθυσμό (2011-2015)

13 Μαρτίου 2017

Κλείνοντας το προηγούμενο άρθρο μας στην «Εφημερίδα των Συντακτών» επισημάναμε: «Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας τα μέτρα των Μνημονίων δεν προκάλεσαν μόνο συρρίκνωση του συνολικού και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της, καταστρέφοντας ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού ιστού της, αλλά μείωσαν και τον πληθυσμό της για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Πράγματι, με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) ο πληθυσμός της χώρας, ενώ μέχρι το 2010 αυξανόταν συνεχώς, από το 2011 άρχισε να μειώνεται και την πενταετία 2011-2015 (στην οποία έγιναν αισθητές στον πληθυσμό οι επιπτώσεις των Μνημονίων) μειώθηκε συνολικά (σε στρογγυλούς αριθμούς) κατά 340.000.

Στο άρθρο αυτό, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, θα εξετάσουμε πώς αναλύεται η μείωση αυτή του πληθυσμού κατά υπηκοότητα (πρόκειται για τον μόνιμο πληθυσμό και όχι τους προσωρινά διαμένοντες πρόσφυγες, μετανάστες ή τουρίστες).

Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η συνεχής αύξηση του πληθυσμού μέχρι το 2010 οφείλεται βασικά από τη μια μεριά στην καθαρή εισροή πληθυσμού, κυρίως αλλοδαπών, και από την άλλη στην υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων χάρη στις γεννήσεις από αλλοδαπές και τον μικρό αριθμό θανάτων των αλλοδαπών την περίοδο 2004-2010, δεδομένου ότι οι θάνατοι των Ελλήνων ξεπερνούσαν τις γεννήσεις από Ελληνίδες τουλάχιστον από το 1998 και μετά.

Οι επιπτώσεις της εφαρμογής των μέτρων των Μνημονίων, δηλαδή η εκτίναξη στα ύψη της ανεργίας, η μερική απασχόληση, η δραστική μείωση των ημερομισθίων και των μισθών και οι μεγάλες περικοπές κοινωνικών παροχών, προκάλεσαν την πενταετία 2011-2015 σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη 2006-2010 τη μετατροπή τής μεν φυσικής αύξησης του πληθυσμού σε φυσική μείωσή του, της δε καθαρής εισροής πληθυσμού σε καθαρή εκροή.

Το πώς διαμορφώθηκαν τα δεδομένα αυτά την πενταετία 2011-2015 φαίνονται ανάγλυφα στον πίνακα.

Στο πρώτο μέρος του πίνακα δίνεται ο πληθυσμός συνολικά και κατά υπηκοότητα την 1.1.2011 και την 1.1.2016 και η μείωσή του και στο δεύτερο μέρος οι αιτίες της μείωσης αυτής, δηλαδή η φυσική μεταβολή του πληθυσμού (γεννήσεις μείον θάνατοι) και η καθαρή εκροή πληθυσμού την πενταετία 2011-2015 συνολικά και κατά υπηκοότητα.

Από το πρώτο μέρος του πίνακα φαίνεται ότι την 1.1.2016 σε σχέση με την 1.1.2011 ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 339.644 και η μείωσή του, σε απόλυτους αριθμούς, ήταν μεγαλύτερη στον πληθυσμό με ελληνική υπηκοότητα απ’ ό,τι εκείνη στον πληθυσμό με ξένη.

Ως ποσοστό, όμως, του αντίστοιχου πληθυσμού η μείωση του πληθυσμού με ξένη υπηκοότητα ήταν 15,3% ενώ εκείνη με ελληνική 1,9%.

Από το δεύτερο μέρος του πίνακα φαίνεται ότι η μείωση του συνολικού πληθυσμού που δείχνει το πρώτο μέρος οφείλεται τόσο στη φυσική μείωση του πληθυσμού όσο και στην καθαρή εκροή του την πενταετία 2011-2015.

Η καθαρή εκροή ήταν πάνω από 2,5 φορές μεγαλύτερη από τη φυσική μείωσή του.

Τελείως, όμως, διαφορετική είναι η κατάσταση όταν εξετάζεται η μείωση του πληθυσμού κατά υπηκοότητα.

Πιο συγκεκριμένα η μείωση του πληθυσμού με:

Ελληνική υπηκοότητα οφείλεται στους ίδιους λόγους με εκείνη του συνολικού πληθυσμού, αλλά η φυσική μείωση του πληθυσμού ήταν υπερτριπλάσια της καθαρής εκροής του.

● Ξένη υπηκοότητα οφείλεται στο γεγονός ότι παρ’ ότι συνεχίστηκε η φυσική αύξησή του, η καθαρή εκροή πληθυσμού ήταν τετραπλάσια της αύξησης αυτής.

Τα μέτρα των Μνημονίων από τη μια μεριά μείωσαν τις γεννήσεις εξαιτίας της μείωσης των γάμων ή της αναβολής απόκτησης ενός η περισσότερων παιδιών από ζευγάρια που θα ήθελαν να τα αποκτήσουν και αύξησαν τους θανάτους, από την άλλη εξανάγκασαν έναν σημαντικό αριθμό άνεργων ή χαμηλά αμειβόμενων Ελλήνων να μεταναστεύσουν σε χώρες της Ευρώπης και άλλων ηπείρων στις οποίες έχουν ζήτηση οι ειδικότητές τους και έναν επίσης σημαντικό αριθμό άνεργων μεταναστών να επιστρέψουν μαζί με τις οικογένειές τους στις πατρίδες τους.

Η μείωση του πληθυσμού της χώρας κατά 340.000 την πενταετία 2011-2015 και η επί 20 σχεδόν χρόνια φυσική μείωση του ελληνικού πληθυσμού επιδείνωσαν το δημογραφικό μας πρόβλημα.

Αν δεν ληφθούν άμεσα τα αναγκαία μέτρα (όπως εκείνα του ξεχασμένου ομόφωνου πορίσματος της Βουλής του 1993) η μείωση του πληθυσμού θα συνεχιστεί με σοβαρότερες των οικονομικών μακροχρόνιες επιπτώσεις για το μέλλον της χώρας (συνέχιση της μετανάστευσης, γήρανση του πληθυσμού, διόγκωση του συνταξιοδοτικού προβλήματος, αύξηση των δαπανών για την υγεία κ.λπ.).

Μανόλης Γ. Δρεττάκης, Πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ

ΠΗΓΗ: Η εφημερίδα των Συντακτών (8.3.2017)